*της Φαίης Θειακού

Η τρίτη ηλικία συμβαδίζει με τη βαριά σκιά της χαμένης νεανικότητας. Οι αφηγήσεις της λειτουργούν σαν το προσωπικό μονοπάτι μιας ιστορικής κοινωνικής αναδρομής. Τι γίνετε όμως όταν αυτή η ιστορία εγκλωβίζεται στους τοίχους ενός γηροκομείου;

Κάθε πρωί, στις αργίες των εορτών των παιδικών μου χρόνων, όταν οι γονείς μου έπρεπε να είναι στο πόστο τους στη δουλειά, μου κρατούσαν συντροφιά οι παππούδες μου. Θυμάμαι, πως ο παππούς μου ο Παναγιώτης είχε τη θέση του στο σαλόνι, στη μεγάλη την πολυθρόνα, όπου με το ζεστό του χαμόγελο και το καλαίσθητο άσπρο μουστάκι του μου αφηγούνταν τις ιστορίες της ζωής του ταξιδεύοντάς με στα νεανικά του χρόνια.

Η αφήγησή του είχε μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, χαρακτηριστικό που τον έκανε να συνδυάζει περίτεχνα την αμείλικτη σκληρότητα που επικρατούσε στην Ελλάδα των νεανικών του χρόνων διατηρώντας, την ίδια στιγμή, ζωντανή τη φλόγα της πίστης και της αγάπης του για τη ζωή.

Κανένας δε μου δίδαξε περισσότερο την αξία και τον σεβασμό της ζωής ενός ηλικιωμένου ανθρώπου από τον παππού μου. Οι αφηγήσεις του μπορεί να αφορούσαν μία περίοδο που πήγαινε πολύ πίσω στον χρόνο όμως η φωνή του ήταν αέναη. Περιέγραφε τη δική του καθημερινότητα, τους ανθρώπους που γνώρισε και είδε κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Το έκανε όμως με μια περιέργεια και μια παρατηρητική δύναμη που ως παιδί με συνάρπαζε. Η αφήγησή του αιχμαλώτιζε τόσο την προσωπική του περιπέτεια όσο και αυτή της κοινωνίας μας.

Η κατανόηση της πραγματικότητας που βίωσαν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας αποτελεί τη διαχρονική υπενθύμιση του πως φτάσαμε στο σημείο όπου είμαστε σήμερα.

Δε χρειάζεται να παραθέσω εδώ την ιστορία της ελληνικής επικράτειας στα χρόνια των παππούδων μας. Χρειάζεται, ωστόσο, να υπενθυμίσω στους εαυτούς μας πως οι ανισότητες που διακρίνουμε στην καθημερινότητά μας  και, κατ’ επέκταση, στην κοινωνία μας έχουν πολλές ομοιότητες με εκείνες του παρελθόντος και, πολλές, μας έχουν κληρονομηθεί από τις προηγούμενες γενιές.

Η αντίληψη της ιστορίας και της κοινωνίας μας δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κατανόηση των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Είναι συνυφασμένα, κάτι το οποίο έχει ξεχαστεί στην εποχή των επιφανειακών διαπροσωπικών σχέσεων, και της τεχνολογίας. Η εμπειρία του παππού και της γιαγιάς μου είχε την μοναδικότητα του ατόμου αλλά ήταν και εξαιρετικά συνηθισμένη. Η γιαγιά υπήρξε εσωτερικός μετανάστης, και οι δύο είχαν ζήσει πολέμους, οικονομικές κρίσεις, ενώ το μεγαλύτερο και κοινό τους όνειρο ήταν τα παιδιά τους να αποκτήσουν ακόμη καλύτερη μόρφωση από εκείνους και να προοδεύσουν.

Και εάν θέλετε και άλλες αποδείξεις όσον αφορά την κοινή με άλλους άγνωστους, σε αυτούς, ανθρώπους διαδρομής τους, αρκεί να κοιτάξετε στα χωριά της πατρίδας μας κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Εκεί, που στα αυτοκίνητα οι περισσότερες πινακίδες είναι Αθηναϊκές και οι παρέες στις πλατείες του χωριού γεμάτες από πρόσωπα που ο χρόνος μπορεί να πήρε τα νιάτα τους μα όχι και την ομορφιά της ψυχής τους.

Ο παππούς μου ήταν άνθρωπος που ήθελε να δει την ανθρωπότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, με έναν τρόπο σχεδόν αναχρονιστικό σήμερα-πρόσωπο με πρόσωπο, διαχρονικό, και μακριά από την αυξανόμενη τάση των υπολογιστών και της τεχνολογίας. Και μέσα από τις ιστορίες του, μας διηγούτανε τι είδε.

Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε φορά που περνώ έξω από το κτίριο της μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου γυρνώ και το κοιτώ. Παρατηρώ το φως με το οποίο γεμίζει τα μπαλκόνια των τεσσάρων ορόφων του τη νύχτα.

Σκέφτομαι πως στους διαδρόμους του υπάρχουν άνθρωποι που όπως και ο παππούς μου διψούν να μοιραστούν τις ιστορίες της ζωής τους με ένα συγγενικό τους πρόσωπο. Άνθρωποι, που κάθονται στον καναπέ προσμένοντας ένα ενδιαφέρον όχι μόνο για το πώς είναι αλλά και για το ποιοι είναι.

Και που το εξωτερικό φως που αντανακλάται στο δρόμο δεν μπορεί να διώξει τη σκιά της μοναξιάς που βιώνουν εντός τους, που έρχεται κυρίως το βράδυ, τότε που ο νους ανατρέχει στο παρελθόν της νιότης, τότε που η προσωπική ιστορία δεν έχει δίοδο διαφυγής ούτε δύο παιδικά μάτια να την αναζητούν με περιέργεια.

Και ίσως γι’ αυτό, όταν διάβασα το βιβλίο «The Machine Stops» του Forster το οποίο περιγράφει έναν κόσμο που οι άνθρωποι ζουν σε ατομικά κελιά φοβισμένοι να έρθουν σε άμεση επαφή με τους άλλους και εξαρτημένοι από οθόνες, ηλεκτρονικά μηνύματα και από την σύνδεσή τους με μία πλήρους επάρκειας μηχανή σε εκείνο το αγόρι που αντιλαμβάνεται πως κάτι λείπει είδα τον παππού μου.

Το αγόρι λέει στην μητέρα του «Η μηχανή είναι πολλά αλλά δεν είναι τα πάντα. Βλέπω κάτι σαν εσένα στην οθόνη αλλά δεν βλέπω εσένα. Ακούω κάτι σαν εσένα στο τηλέφωνο αλλά δεν σε ακούω. Αυτός είναι και ο λόγος που σου ζητώ να έλθεις. Έλα να με δεις και να συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, έλα να συζητήσουμε για τις ελπίδες και τις σκέψεις που είναι μέσα στο μυαλό μου.»

Και όσον και εάν οι άνθρωποι αντιστεκόμαστε στην έκθεση και την κριτική, ιδιαιτέρως όσο είμαστε νέοι, και ο εγκέφαλος μας ξέρει καλά να αμύνεται σε αυτές υπάρχουν οι άνθρωποι σαν τον παππού μου που επιζητούν να εκθέσουν την δική τους διαδρομή, που επιθυμούν να λειτουργήσουν ως η σύνδεσή μας με τις ρίζες της οικογένειας αλλά και της κοινωνίας μας.

Και είναι σημαντικό να είμαστε παρόντες σε αυτή την αφήγηση γιατί το φως από μόνο του δε διώχνει τα σκοτάδια.

*Η Φαίη Θειακού είναι Οικονομολόγος |Αναλύτρια Αγορών, κάτοχος MBA και MHA, PhD (candidate)