Το News 24/7 μίλησε με τους πανεπιστημιακούς Θεόδωρο Κουτρούκη και Γιώργο Μεραμβελιωτάκη και τον εργατολόγο Γιάννη Καρούζο, επιχειρώντας να χαρτογραφήσει τις ταξικές ανισότητες που δημιουργεί ή διευρύνει η πανδημία του κορονοϊού.

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εξάπλωσης του κορονοϊού αποδείχθηκε πως ο κίνδυνος μόλυνσης μας αφορούσε όλους. Ωστόσο, όπως σε κάθε ανάλογη περίπτωση, έτσι και στην πανδημία, η έκθεση είναι σαφώς μεγαλύτερη για εκείνους που ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.

Επιπλέον, ξεπερνώντας τον πρώτο άμεσο κίνδυνο της μόλυνσης από τον ίδιο τον ιό, οι κοινωνικά πιο αδύναμοι είναι εκείνοι που ήδη καλούνται και δεδομένα θα κληθούν και στο μέλλον, να αντιμετωπίσουν το δεύτερο επίπεδο των επιπτώσεων της πανδημίας, δηλαδή τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και κατ’ επέκταση στο βιοτικό τους επίπεδο.

Εισαγωγικά, ο Γιώργος Μεραμβελιωτάκης, λέκτορας Οικονομικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Πάφου, σημειώνει πως από μόνη της η περίοδος του εγκλεισμού ανέδειξε τις κοινωνικές αποστάσεις: «Ο ίδιος ο κοινωνικός εγκλεισμός ενέχει και προσδιορίζεται από διαφορετικές ταξικές ποιότητες. Διαφορετικά τα καθημερινά ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού εγκλεισμού, μίας μεγαλοαστικής οικογένειας σε ένα σπίτι 200 τ.μ., με χώρους ιδιωτικούς και κήπο, με αυτόν μιας εργατικής, μικροαστικής οικογένειας με μικρά παιδιά σε ένα υπόγειο 60 τ.μ. Η καθημερινότητα όχι μόνο δεν είναι η ίδια ανάμεσα σε αυτές τις οικογένειες, αλλά στη δεύτερη περίπτωση ο κοινωνικός εγκλεισμός φαίνεται να δημιουργεί σοβαρά ψυχολογικά και οικονομικά προβλήματα», υπογραμμίζει.

Την ίδια στιγμή, παρατηρώντας τις συνθήκες που διαμορφώνονται στις ισχυρές οικονομίες παγκοσμίως, ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, προβλέπει κλειστά “εργασιακά σύνορα”: «Αν υποθέσουμε πως το εμβόλιο θα κυκλοφορήσει το 2021, η φάση που διανύουμε από σήμερα, μέχρι την κυκλοφορία του, είναι το λεγόμενο λευκό εξάμηνο. Είναι μια παγωμένη φάση για τα οικονομικά δεδομένα. Ωστόσο, ήδη παγκοσμίως γίνονται εκτιμήσεις όπως αυτή του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) για απώλεια ωρών εργασίας στο δεύτερο εξάμηνο του 2020, που ισοδυναμεί με 305 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Στις ΗΠΑ, τις 4 πρώτες εβδομάδες είχαμε 22 εκατομμύρια ανέργους και μέχρι το τέλος Απριλίου ήταν ήδη 26 εκατομμύρια. Είναι σίγουρο πως θα καταλήξουμε σε αποδόμηση της παγκοσμιοποίησης, λόγω φόβου του κάθε κράτους. Αυτό θα δημιουργήσει νέες συνθήκες και οργάνωση των κρατών με κλειστά σύνορα» τονίζει.

Οι αόρατοι

Εκείνοι που μάθαμε το τελευταίο τρίμηνο να αποκαλούμε «κοινωνικά ευπαθείς ομάδες», δηλαδή όσοι δεν μπορούν να έχουν επαρκή προστασία λόγω των συνθηκών διαβίωσής τους, είναι οι πλέον εκτεθειμένοι αλλά και εκείνοι που ανέκαθεν βρίσκονταν σε διαφορετική μοίρα από την υπόλοιπη κοινωνία.

Ο Θεόδωρος Κουτρούκης, Αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, μελετά αυτή την περίοδο τις εξελίξεις που θα αφήσει ως “κληρονομιά” η πανδημία. «Στην Ελλάδα, οι νέες ανισότητες που δημιουργούνται, εδράζονται και σε μακροχρόνιες τάσεις της ελληνικής οικονομίας» εξηγεί, μιλώντας στο News 24/7. «Αυξάνονται οι δαπάνες υγείας για νοσήλια, εμβόλια, μέτρα υγειονομικής προστασίας όπως οι μάσκες τα γάντια και ο υγειονομικός εξοπλισμός. Και όλα αυτά έρχεται να τα πληρώσει ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που είναι ήδη επιβαρυμένο και σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Αποτελεί ερώτημα το τι θα κάνει αυτό το σύστημα. Θα δώσει παροχές μόνο σε εργαζόμενους και δη σε εκείνους που είναι ασφαλισμένοι, κάνοντας πως δεν βλέπει τους υπόλοιπους;»

«Είναι ξεκάθαρο», για τον Γιάννη Καρούζο, «πως τη μεγαλύτερη βλάβη θα υποστούν όσοι βρίσκονται στις ζώνες όπου η προστασία της υγείας τους δεν είναι εξασφαλισμένη. Εκείνοι που ανήκουν σε χαμηλά εισοδήματα και έχουν δύσκολη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Γιατί αυτή η πρόσβαση θα απαιτεί εξασφάλιση μέσων που δεν θα μπορούν να καλύψουν οι ίδιοι».

Για τον Γιώργο Μεραμβελιωτάκη, η κυρίαρχη αφήγηση ότι η πανδημία δεν κάνει διακρίσεις και ότι όλοι κινδυνεύουν εξίσου, πόρρω απέχει από την κοινωνική πραγματικότητα. «Σημαίνον χαρακτηριστικό της είναι οι ταξικές αντιθέσεις και ανισότητες, τις οποίες η πανδημία όχι μόνο αναδεικνύει αλλά και οξύνει. Συνεπώς, η πανδημία έχει ταξικά χαρακτηριστικά τα οποία εξυφαίνονται και αναπαράγονται σε πολλαπλά επίπεδα. Καταρχάς, ποικίλες κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν τους “παρίες της κοινωνίας”, άστεγοι, ναρκομανείς, Ρομά που ζουν σε καταυλισμούς, φυλακισμένοι, συνιστούν τις πλέον απροστάτευτες και, ως εκ τούτου, τις πλέον εκτεθειμένες στο κίνδυνο πληθυσμιακές ομάδες. Καμία, μέχρι τώρα, σοβαρή κοινωνική μέριμνα δεν έχει προβλεφθεί γι’ αυτούς τους ανθρώπους, κάτι που μάλλον εντείνει την υποψία ότι έχουν απλά αφεθεί “στην ανοσία της αγέλης”».

Η γκρίζα ζώνη

Περνώντας σε όσους πριν την πανδημία είχαν μεν τη δυνατότητα να εργάζονται, αλλά σε εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες, αλλά και σε όσους ήταν μακροχρόνια άνεργοι, οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές.

«Τα επιδόματα των 800 ευρώ δίνονται μόνο στους νόμιμα μισθωτούς. Ωστόσο, υπάρχει και το διευρυμένο φαινόμενο εργαζόμενοι που έχουν 4ωρη σύμβαση να απασχολούνται 8ωρο, υπάρχουν πολλοί με μπλοκάκια, οι οποίοι μένουν εκτός» αναφέρει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών, Θεόδωρος Κουτρούκης. «Παράλληλα μειώνεται πολύ η παραγωγική δραστηριότητα, αφού παρατηρείται μείωση των εισοδημάτων από την μισθωτή εργασία. Χιλιάδες εργαζόμενοι απολύονται ή αλλάζουν μορφή απασχόλησης με σαφώς λιγότερες ώρες και συνεπώς χαμηλότερους μισθούς» συμπληρώνει.

«Από την οποιαδήποτε επιδοματική πολιτική των κρατών, εξαιρούνται οι εργαζόμενοι που δούλευαν στις γκρίζες ζώνες ή στη μαύρη εργασία», λέει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος. «Αυτοί οι άνθρωποι θα δουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται. Στην Ελλάδα οι μακροχρόνια άνεργοι επιδοτήθηκαν με τεράστια δυσκαμψία. Ωστόσο, ακόμα και ένα μεροκάματο να είχαν κάνει κατά την περίοδο της ανεργίας, τους στερούσε τη δυνατότητα να λάβουν το επίδομα της κυβέρνησης. Επιπλέον, όσοι εργάζονταν με “εργόσημο”, δεν έτυχαν επιδότησης».

Ο Γιώργος Μεραμβελιωτάκης παρατηρεί πως: «Οι θέσεις εργασίας των φτωχότερων εισοδηματικών στρωμάτων (εποχιακές, ανειδίκευτες, ευκαιριακές) παρουσιάζουν μεγαλύτερη ελαστικότητα στην κρίση της πανδημίας σε σχέση με αυτές των πλουσιότερων εισοδηματικών στρωμάτων, συνεπώς ο κίνδυνος της ανεργίας είναι μεγαλύτερος για αυτά τα στρώματα. Παράλληλα, όσοι βρίσκονται ήδη σε καθεστώς εργασιακής αργίας αντιμετωπίζουν τον βάσιμο κίνδυνο της εισόδου στον φαύλο κύκλο της μακροχρόνιας ανεργίας».

Επιπλέον, το outsourcing εργαζομένων, δηλαδή η μεταβίβαση υπαλλήλων από εργολάβους σε εταιρείες, αναμένεται να αυξηθεί, σύμφωνα με τον Θεόδωρο Κουτρούκη. «Μια επιχείρηση που απασχολεί υπαλλήλους, οφείλει να εξασφαλίσει μέτρα προστασίας για αυτούς. Όμως όταν κάποιος περνάει στο καθεστώς του εργολάβου, βγαίνει από τη σφαίρα του εργατικού δικαίου και γι’ αυτόν δεν εφαρμόζονται απαραιτήτως τα μέτρα. Επαφίεται στην καλή θέληση του εργοδότη. Το outsourcing έχει κατά κανόνα χειρότερες εργασιακές σχέσεις. Δημιουργείται συνεπώς ζήτημα προστασίας αν σε έναν χώρο εργασίας βρίσκονται ασφαλισμένοι εργαζόμενοι της επιχείρησης και παράλληλα εργαζόμενοι με outsourcing, ή ακόμη και ανασφάλιστοι εργαζόμενοι της επιχείρησης. Αν καλύπτονται μόνο οι ασφαλισμένοι αυξάνεται ο κίνδυνος μετάδοσης για όλους».

Οι απροστάτευτοι

Από την άλλη πλευρά, η τηλεργασία έχει αναμφίβολα εκτοξευτεί παγκοσμίως και συνεπώς και στην Ελλάδα. Ακόμη και αυτή η μορφή εργασίας όμως, ως μέτρο προστασίας, δεν υπάρχει ως επιλογή για όλους.

Για τον Θεόδωρο Κουτρούκη αυτό είναι “το μεγάλο σχίσμα” στο εργατικό δυναμικό. «Πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα και πολλοί άλλοι έχουν τη δυνατότητα της μετατροπής της εργασία τους σε τηλεργασία. Σε πρώτη φάση λοιπόν δεν εκτίθενται σε υγειονομικό κίνδυνο. Στην αντίπερα όχθη, υπάρχει η ομάδα των εργαζομένων που πρέπει να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Ο εργαζόμενος σε courier που θα πρέπει να φέρει το πακέτο μου, τα συνεργεία καθαρισμού, οι νοσηλεύτριες και οι νοσηλευτές, οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ, οι εργάτες στα εργοστάσια, οι άνθρωποι στην εφοδιαστική αλυσίδα και άλλοι. Αυτοί, εργαζόμενοι σε άσχημες συνθήκες, με χαμηλούς μισθούς αναγκάζονται να εκτεθούν σε σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω της φύσης της δουλειάς τους. Αυτό από την άλλη, τους δίνει μια νέα αναγνώριση από την κοινωνία. Μετανάστες, άνθρωποι χαμηλών δεξιοτήτων, έχουν μια κοινωνική αναγνώριση γιατί στα δύσκολα μας βγάζουν ασπροπρόσωπους. Ωστόσο, μόνο τα πιο “ελιτίστικα” επαγγέλματα προσφέρουν την πολυτέλεια της εργασίας από το σπίτι».

Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γιώργος Μεραμβελιωτάκης: «Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία των Η.Π.Α, φαίνεται να υπάρχει σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στη δυνατότητα για τηλεργασία με το εισόδημα. Ειδικότερα, προκύπτει ότι εμφανώς μεγαλύτερη δυνατότητα για τηλεργασία έχουν τα πλουσιότερα εισοδηματικά στρώματα, ενώ τα φτωχότερα που συγκροτούν και τη μάζα των λιγότερων ειδικευμένων εργαζομένων είναι αναγκασμένα να συνεχίζουν να πηγαίνουν στους χώρους εργασίας με ό,τι κίνδυνο συνεπάγεται αυτό για την υγεία τους».

Για τον εργατολόγο Γιάννη Καρούζο, οι αλλαγές συνθηκών ενέχουν τον σοβαρό κίνδυνο της επιβολής της ατομικής σύμβασης αλλά και της ανεξέλεγκτης εργασίας. «Αναδύονται διαφορετικές μορφές παραγωγικότητας. Διευρύνεται το δικαίωμα του εργοδότη να ορίζει τον τόπο απασχόλησης και τον χρόνο εργασίας. Αυτό ελπίζουμε να μη φτάσει να σημαίνει πως ο εργαζόμενος δεν θα μπορεί να αποσυνδεθεί από το κινητό του. Η τηλεργασία πρέπει να είναι συναινετική και τα μέσα οφείλει να τα προσφέρει ο εργοδότης. Στην πραγματικότητα όμως, ομάδες εργαζομένων που δεν έχουν δυνατότητα πρόσβασης στο ίντερνετ, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν. Προκαλούνται διχοτομήσεις. Το μέλλον θα περιλαμβάνει εκείνους τους εργαζόμενους που θα μπορούν να παρακολουθούν τις εξελίξεις, ασχέτως του εισοδήματός τους, κι εκείνους που πράγματι δεν θα μπορούν να προσέλθουν να παρέχουν εργασία άρα θα παραμένουν σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, υπάρχει ο ορατός κίνδυνος της αποδυνάμωσης των συλλογικών δικαιωμάτων και της κυριαρχίας της ατομικής σύμβασης».

Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τους δύο πανεπιστημιακούς και τον εργατολόγο που μίλησαν στο News 24/7, οι αντιθέσεις που αναδύονται από την πανδημία και την οικονομική κρίση που αυτή επιφέρει, εδράζονται σε μεγάλο βαθμό στις κοινωνικές διαφορές που είχαν ήδη διαμορφωθεί από την περασμένη δεκαετία. Και οι συνέπειες, θα είναι διακριτά πιο έντονες για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.