Αναγκαστήκαμε με τον αδερφό μου να φύγουμε από το Αφγανιστάν γιατί δεχόμασταν απειλές. Κάποια μέλη της οικογένειάς μου σκοτώθηκαν. Μας πήρε ένα μήνα να φτάσουμε στην Ελλάδα. Οι άσχημες αναμνήσεις από αυτό το ταξίδι εξακολουθούν να με στοιχειώνουν. Είδαμε ανθρώπους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μας – είτε λόγω τραυματισμού είτε από εξάντληση. Τα θυμάμαι όλα πολύ έντονα. Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, κρυβόμασταν στο δάσος, χωρίς τροφή και νερό, και τη νύχτα βαδίζαμε χωρίς να ξέρουμε πού ακριβώς πηγαίναμε. Στον δρόμο συναντήσαμε ληστές. Μας ρώτησαν τη θρησκεία μας και τον προορισμό του ταξιδιού μας και μετά πήραν ό,τι είχαμε στις τσάντες και στις τσέπες μας. Όποιος πρόβαλλε αντίσταση, έτρωγε ξύλο. Είχαν και όπλα.

Μας έβαλαν σε ένα φορτηγό, ήμασταν συνολικά 40 άτομα. Διασχίσαμε πολλές πόλεις και μετά μας είπαν να κρυφτούμε σε ένα μικρό αυτοκίνητο μαζί με άλλα έντεκα άτομα: τρεις μπροστά, επτά πίσω, ενώ εγώ και ο αδερφός μου μαζί με άλλο ένα άτομο κρυφτήκαμε στο πορτ-μπαγκάζ. Μείναμε κρυμμένοι εκεί για 7-8 ώρες, ενώ το αυτοκίνητο βρισκόταν εν κινήσει. Χωρίς φαγητό και νερό.

Στη συνέχεια, επιβιβαστήκαμε σε ένα άλλο φορτηγό. Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα πού πηγαίναμε. Όποιον σήκωνε το κεφάλι του για να κοιτάξει έξω, τον χτυπούσαν με ένα ραβδί. Έπειτα από μιάμιση ώρα, το φορτηγό σταμάτησε, μας χώρισαν σε τρεις ομάδες και συνεχίσαμε πεζοί. Διασχίσαμε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε δυο μεγάλα βουνά, χωρίς κανέναν να μας οδηγεί. Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε σε μια περιοχή περιφραγμένη με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Συνεχίσαμε να βαδίζουμε και τότε ακούσαμε πυροβολισμούς. Αρχίσαμε όλοι να τρέχουμε, ακριβώς δίπλα μου ένας άνθρωπος δέχθηκε σφαίρα και έπεσε στο έδαφος! Μόνο πέντε από εμάς καταφέραμε να διαφύγουμε. Έπειτα από τέσσερις κουραστικές ώρες περπάτημα, φτάσαμε σε ένα καταφύγιο όπου κοιμούνταν άλλα 100 άτομα, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο.

Λίγες μέρες αργότερα φτάσαμε στην Τουρκία. Μείναμε εκεί για μια εβδομάδα και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στα παράλια, όπου επιβιβαστήκαμε σε ένα φουσκωτό σκάφος. Το ταξίδι στη θάλασσα ήταν πολύ δύσκολο. Τα νερά ήταν σκοτεινά και βαθιά, κι εμείς δεν ξέραμε κολύμπι. Δεν είχαμε σωσίβια γιλέκα ούτε προσωπικά αντικείμενα μαζί μας, ήταν ένα ταξίδι γεμάτο κινδύνους. Μας είπαν ότι θα ταξιδεύαμε με τη βάρκα για μία ώρα, το ταξίδι όμως διήρκεσε έξι ώρες. Όλα ήταν δύσκολα, ο κινητήρας του σκάφους δεν λειτουργούσε. Δεν είχαμε όμως άλλη επιλογή. Είχαμε χάσει πλέον τον έλεγχο του σκάφους, ήμασταν έρμαιο της θάλασσας. Κάποια στιγμή, μεγάλα κύματα άρχισαν να χτυπούν το σκάφος. Ήμασταν συνολικά 36 άτομα πάνω στο φουσκωτό, και όλοι τρέμαμε από τον φόβο μας. Προσπαθήσαμε να στείλουμε σήμα κινδύνου, δεν θέλαμε να πεθάνουμε. Μέσα στο χάος που επικρατούσε, είδαμε ένα μεγάλο σκάφος να μας πλησιάζει και τότε μόνο συνειδητοποιήσαμε ότι θα μας σώζανε. Αν το σκάφος είχε φθάσει μισή ώρα αργότερα, το φουσκωτό μας θα είχε βυθιστεί.

Σκέφτομαι συνεχώς εκείνους που δεν είχαν καν την ευκαιρία να ξεκινήσουν ένα τέτοιο ταξίδι ελπίζοντας να σωθούν. Σκέφτομαι όμως κι εμάς, την απόγνωση που νιώσαμε όταν νομίσαμε ότι δεν θα τα καταφέρουμε.

J, 17, από το Αφγανιστάν, έφτασε στην Ελλάδα


Η μαρτυρία του J. περιλαμβάνεται στην έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας “Tαξίδια Απελπισίας”, η οποία αφορά τα παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες που έφτασαν στην Ευρώπη από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2019. Δείτε περισσότερα εδώ.