Πόλη-φάντασμα θυμίζει η Αντιόχεια, καθώς στην επαρχία Χατάι, της Νότιας Τουρκίας, βρίσκονταν ως την Κυριακή τα σπίτια δεκάδων οικογενειών.
Τη Δευτέρα δεν απέμενε σχεδόν τίποτα όρθιο. Ο πιο καταστροφικός σεισμός που χτύπησε την Τουρκία από το 1999 γέμισε τον δρόμο πελώριους σωρούς από συντρίμμια. Άφησε όσους επέζησαν άστεγους, να ψάχνουν απεγνωσμένα αγνοούμενους συγγενείς, σοκαρισμένους, να προσπαθούν ακόμα να χωνέψουν τι τους συνέβη.
Τα σωστικά συνεργεία δυσκολεύονται να φθάσουν σε κάποιες από τις περιοχές που επλήγησαν σκληρότερα στη χώρα, εξαιτίας των κατεστραμμένων δρόμων, της κακοκαιρίας, της έλλειψης επαρκών πόρων, βαρέων μηχανημάτων…
«Οι λέξεις δεν λένε να βγουν, μου έχουν κολλήσει στον λαιμό. Το κλάμα δεν είναι γιατρικό πια», παραδέχτηκε χθες ο Χαλίλ Γκέντσογλου. Το κέντρο της πόλης του μοιάζει, συνέχισε, σαν «πόλη φάντασμα».
Με δυσκολία μπορείς να εντοπίσεις ένα όρθιο κτίριο στην οδό 21, παρά μόνο τα ερείπια αυτών που ήταν ως την Κυριακή τα σπίτια εκατοντάδων ανθρώπων.
Για αρκετούς ηλικιωμένους δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν καταστροφικό σεισμό.
Ο 86χρονος Κεμάλ κατέβηκε από τον 4ο όροφο μιας πολυκατοικίας υποβασταζόμενος από την 60χρονη κόρη του. «Δεν φοβήθηκα για τη ζωή μου, ανησυχούσα για τις κόρες μου», είπε στο πρακτορείο Reuters, έχοντας ανεβάσει τα πόδια του σε μια καρέκλα, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα για να ζεσταθεί. Μια από τις τρεις κόρες του αφηγείται πώς στην κυριολεξία σκαρφάλωσε για να φθάσει στο διαμέρισμά τους και να φέρει στον πατέρα της τα φάρμακα για την καρδιά του και ορισμένα παυσίπονα.
Η 73χρονη Ελίφ είχε ζήσει από κοντά τον σεισμό του 1999 στη Νικομήδεια, που προκάλεσε τον θάνατο περίπου 17.000 ανθρώπων. «Τρέμαμε και κλαίγαμε… Εγώ, η κόρη μου και η εγγονή μου», αφηγείται, τυλιγμένη με μια κουβέρτα στο αμφιθέατρο του σχολείου, έχοντας στο πλάι της την 15χρονη Ναϊμέ.
Ο Κοτζά Χαλίλ Μπουντάκ, περίπου 80 ετών, λέει πως επέζησε από έναν ισχυρό σεισμό σε ηλικία 8 ετών και αισθάνεται τυχερός που κατάφερε το ίδιο για δεύτερη φορά χθες, όταν επισκέφθηκε τα Άδανα για να δει τον γιο του. «Προσπαθούσα να κρατηθώ από την ντουλάπα την ώρα που το σπίτι έτρεμε… Ο γιος μου φώναζε “μπαμπά, μη φοβάσαι”… Βγήκαμε γρήγορα έξω» περιγράφει, έχοντας δίπλα του τη σύζυγο και τα παιδιά τους.