Στο νοτιοδυτικό τμήμα της Υεμένης ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε βήμα. Οι νάρκες και οι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί σε δρόμους και χωράφια απειλούν τις ζωές των αμάχων.
Στις αρχές του 2018, οι μάχες μεταξύ των δυνάμεων των Χούτι και των δυνάμεων που υποστηρίζονται από τον συνασπισμό με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κλιμακώθηκαν κατά μήκος του μετώπου ανάμεσα στις πόλεις Ταΐζ και Χοντάιντα. Οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από τον συνασπισμό προέλασαν προς το στρατηγικό λιμάνι του Χοντάιντα, στην Ερυθρά Θάλασσα, και εξαπέλυσαν επίθεση στην πόλη στις 13 Ιουνίου 2018.
Σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την προέλαση των χερσαίων δυνάμεων του συνασπισμού, χιλιάδες νάρκες και αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί τοποθετήθηκαν στους δρόμους και τα χωράφια της περιοχής. Η πλειοψηφία των θυμάτων αυτών των φονικών όπλων είναι άμαχοι. Πολλοί έχουν σκοτωθεί ή ακρωτηριαστεί επειδή πάτησαν άθελά τους πάνω σε έναν εκρηκτικό μηχανισμό.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα άνοιξαν ένα νοσοκομείο στην πόλη του Μόχα, στην επαρχία Ταΐζ, τον Αύγουστο του 2018, όπου πραγματοποιούνται επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις σε ανθρώπους που έχουν τραυματιστεί από νάρκες, από τους οποίους το ένα τρίτο είναι παιδιά.
Από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο του 2018, οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Μόχα δέχτηκαν και περιέθαλψαν περισσότερους από 150 ανθρώπους που είχαν τραυματιστεί από νάρκες, αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς και πυρομαχικά που δεν είχαν εκραγεί, από τους οποίους το ένα τρίτο ήταν παιδιά που έπαιζαν στα χωράφια. Εξαιτίας των αναπηριών τους, οι τραυματίες αυτοί αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα κάνουν έκκληση στις αρχές, καθώς και σε εξειδικευμένες οργανώσεις να κλιμακώσουν τις εργασίες αποναρκοθέτησης, ώστε να μειωθεί ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώνονται και τραυματίζονται από εκρηκτικούς μηχανισμούς σε περιοχές αμάχων.
Δημιουργώντας γενιές ακρωτηριασμένων ανθρώπων, οι νάρκες έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις, όχι μόνο για την κάθε οικογένεια, αλλά και για την κοινωνία συνολικά, καθώς τα θύματα θα εξαρτώνται περισσότερο από τους άλλους και ταυτόχρονα θα είναι πιο απομονωμένα κοινωνικά. Επιπλέον, οι νάρκες εμποδίζουν τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, το οποίο είναι μεγάλο πλήγμα για τις οικογένειες που βασίζονται σε αυτά για να ζήσουν.
Ο Μοχάμεντ φοβάται τώρα να πάει στα χωράφια
© Agnes Varraine-Leca/MSF
Ο Σουλτάν Αχμάντ, 35 ετών, είναι φούρναρης και ζει στο Ουαζέγια στην επαρχία Ταΐζ. Είναι παντρεμένος και έχει τρεις κόρες και δύο γιους. Στις 2 Δεκεμβρίου, αποφάσισε να πάει σε μία από τις αγορές της πόλης του Μόχα για να αγοράσει τρόφιμα. «Κάποιος πάτησε πάνω σε έναν εκρηκτικό μηχανισμό, ίσως μια νάρκη, στην αγορά. Άκουσα μια ισχυρή έκρηξη». Σκοτώθηκαν 6 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και ένας γείτονας του Σουλτάν. Ο ίδιος τραυματίστηκε από θραύσματα στο δεξί πόδι και στην κοιλιά.
© Agnes Varraine-Leca/MSF
Ο Αλί, 18 ετών, είναι από ένα μικρό χωριό σε μια πολύ φτωχή περιοχή κοντά στο Μάουζα, που απέχει 45 λεπτά από την πόλη του Μόχα. Πριν από δύο μήνες, πήγαινε να συναντήσει τρεις φίλους του σε ένα χωράφι κοντά στο σπίτι του. Καθώς είχε αργήσει, άρχισε να τρέχει, όταν ξαφνικά εξερράγη μια νάρκη. Συνήθως ήταν πολύ προσεκτικός όταν περπατούσε στα χωράφια, επειδή ήξερε ότι ο στρατός τοποθέτησε νάρκες στην περιοχή όταν υποχωρούσε, λίγους μήνες πριν. Δεν υπάρχουν πινακίδες που να προειδοποιούν για την ύπαρξη ναρκών σε αυτή την περιοχή. Το δεξί του πόδι ακρωτηριάστηκε κάτω από το γόνατο. Το αριστερό του πόδι ήταν ήδη αδύναμο, επειδή είχε περάσει πολιομυελίτιδα όταν ήταν μικρός. Μετά τον τραυματισμό του, πηγαίνει στο νοσοκομείο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Μόχα δύο φορές την εβδομάδα για φυσικοθεραπεία με τον Φαρούκ, τον φυσικοθεραπευτή της ομάδας. Ο Αλί κάνει μιάμιση ώρα για να πάει από το χωριό του στο νοσοκομείο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Μόχα.