*της Κόρτνι Μπέρκαν
Έχουν περάσει χρόνια κι εξακολουθώ να μην θέλω να το σκέφτομαι, πόσο μάλλον να γράψω γι’ αυτό. Τρία παιδιά, μωρά ουσιαστικά, νεκρά μπροστά μου. Οι γονείς τους νεκροί δίπλα τους.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που ήμουν πάνω σε ένα διασωστικό σκάφος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στη Μεσόγειο. Η πορεία προς τη λύτρωση και τη γαλήνη για τα πράγματα που είδαμε και ζήσαμε εκεί είναι μακρά.
Καθώς η ζωή μου πίσω στον Καναδά επέστρεφε σε κανονικούς ρυθμούς, οι μνήμες εμφανίστηκαν ξαφνικά και με ένταση. Απαιτούσαν την προσοχή μου.
Αν και δεν είναι πάντα εύκολη η διαδικασία του να βρεις γαλήνη για τον θάνατο ενός ασθενούς, συνήθως δεν είναι τόσο δύσκολη. Υπάρχουν ανακουφιστικές σκέψεις και φράσεις που σε βοηθούν σε αυτό:
«Ήταν μεγάλοι και είχαν ζήσει καλά»
«Κάναμε ό,τι μπορούσαμε»
«Τουλάχιστον τώρα δεν υποφέρουν»
Ως επαγγελματίες υγείας, βασιζόμαστε σε αυτές τις φράσεις για να αντεπεξέλθουμε ψυχικά. Τι λες στον εαυτό σου όμως όταν δεν ισχύει καμία από αυτές;
Ανασύραμε τα μικρά σώματά τους εκείνη τη μέρα· η ζωή τους ήταν σύντομη. Το διάστημα που πέρασαν στη Λιβύη θα πρέπει να σημαδεύτηκε από τη στέρηση και τον φόβο. Οι γονείς τους θα πρέπει να βασανίστηκαν μέχρι να πάρουν την απόφαση να μπουν σε μια βάρκα ασφυκτικά γεμάτη, χωρίς σωσίβια, χωρίς σοβαρές πιθανότητες να φτάσουν στην Ευρώπη και χωρίς εγγυήσεις διάσωσης εάν δεν τα κατάφερναν.
Το ταξίδι θα πρέπει να ήταν τρομακτικό, δύσκολο και εξουθενωτικό. Ο ήλιος να τους χτυπάει. Ο λαιμός τους να έχει στεγνώσει όταν τέλειωσε το νερό. Το δέρμα τους να καίει από τη βενζίνη που είχε χυθεί μέσα στη βάρκα. Μου είναι δύσκολο να σκέφτομαι την αναλαμπή της ελπίδας που θα πρέπει να ένιωσαν όταν είδαν το πλοίο μας στον ορίζοντα.
Τότε όμως, κάποιος γλίστρησε κι έπεσε στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιηθεί η βάρκα και να επικρατήσει πανικός. Το ετοιμόρροπο πλοιάριο άρχισε να διαλύεται: τα γυναικόπαιδα στη μέση και όσοι κάθονταν στις άκρες θα πρέπει να ήταν τα πρώτα θύματα.
Είναι αδύνατον να ανασυνθέσουμε από εκεί και πέρα την αλληλουχία των γεγονότων για πολλούς από εκείνους που πνίγηκαν.
Αυτό όμως που με συγκλόνισε σε αυτά τα μωρά όταν τα έφεραν, άψυχα, πάνω στο πλοίο μας είναι ότι ήταν στρουμπουλά. Ήταν υγιή και έδειχναν πως θα είχαν μέλλον μέχρι που πνίγηκαν λίγες στιγμές πριν φτάσουμε κοντά τους.
Δεν μπορούσαμε, όταν φτάσαμε δεν υπήρχε καμία ελπίδα.
Δεν υπάρχουν λέξεις και φράσεις παρηγοριάς.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη ανάμνηση την οποία απωθώ. Σπάνια αφήνω το μυαλό μου να σχηματίσει ολόκληρη την εικόνα. Όταν το κάνω, παρακολουθώ τη σκηνή από πάνω: σαν να μην ήμουν εγώ εκεί που το ζούσα. Προσπαθώ να μην πάω πολύ κοντά.
Δεν μπορώ με τίποτα να σκέφτομαι το παγωμένο δέρμα, τα μικροσκοπικά δάχτυλα, τα βρεγμένα ρούχα, τη μυρωδιά της βενζίνης… τις φουσκάλες από το έγκαυμα. Πραγματικά δεν μπορώ να αντέξω τις φουσκάλες.
Παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι όποιος έχει εργαστεί με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα πρέπει να έχει αυτές τις «απαγορευμένες ζώνες», τα «άβατα» στο μυαλό του, σωστά; Είναι φυσιολογικό… σωστά;
Η αλήθεια όμως είναι πως ήξερα ότι ήταν καιρός να «πάω» εκεί, επειδή μήνες μετά, είτε ήμουν στριμωγμένη στο λεωφορείο είτε περπατούσα στην εξοχή, η ανάμνηση αυτή επέστρεφε, και δεν ήταν η μόνη.
Η ανάμνηση ήταν ολόιδια με εκείνη τη στιγμή πάνω στο πλοίο: ένας βράχος θλίψης πλάκωνε το στήθος μου και δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Η καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα. Ο κόμπος στον λαιμό μου τόσο μεγάλος που έπρεπε να δαγκώνω τα μάγουλά μου για να μην τον αφήσω να ανέβει. Με βραχνή φωνή απαντούσα «Είμαι καλά» σε έναν συνάδελφο, που έβλεπε ότι προφανώς δεν ήμουν. Ήξερα πως ούτε κι εκείνος ήταν καλά. Πώς θα μπορούσε να είναι; Και τέλος, μια δόνηση στην καρδιά μου καθώς καθάριζα προσεκτικά τα σώματα εκείνων των μωρών και επαναλάμβανα από μέσα μου «Λυπάμαι. Λυπάμαι. Σας αγαπώ. Λυπάμαι».
Μαθαίνω να κάνω χώρο γι’ αυτές τις αναμνήσεις, μαθαίνω πώς μπορώ να τις εντάξω στη φυσιολογική και πολύ προνομιούχα ζωή μου, όμως υπάρχουν κάποια πράγματα με τα οποία αγωνίζομαι να συμφιλιωθώ.
Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αντισταθμίσω, πόσο μάλλον να διορθώσω, την απίστευτη αδικία του γεγονότος. Δεν φτιάχτηκε μνημείο για τρία μικρά παιδιά που πέθαναν 80 χρόνια πρόωρα, λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από την ασφάλεια. Δεν υπήρχε δυνατότητα να δείξω στους γονείς πόσο λυπόμουν, πόσο σπάραζα, αφού οι γονείς τους ήταν μέσα σε σάκους δίπλα τους.
Εκείνη τη στιγμή ένιωθα κυρίως, ντρέπομαι που το ομολογώ, ένα σοκαριστικό μούδιασμα και μια επιθυμία να τρέξω όσο πιο μακριά από εκείνο το πλοίο μπορούσα. Ένα μέρος του εαυτού μου δεν έχει σταματήσει να τρέχει από τότε.
Πώς μπορώ λοιπόν, χρόνια μετά, να βρω έναν τρόπο να τιμήσω εκείνες τις ζωούλες όπως θα τις τιμούσαν αν είχαν την τύχη να γεννηθούν με το «σωστό» χρώμα δέρματος ή με το «σωστό» διαβατήριο; Πόσο αλαζόνας είμαι και μόνο που ελπίζω ότι θα μπορούσα;
Εύχομαι να είχα μια απάντηση σε αυτή την ερώτηση· εύκολη, δύσκολη, λειψή έστω… Θα μου αρκούσε οτιδήποτε. Τίποτα όμως δεν κάνει τον θάνατό τους λιγότερο σκληρό, επώδυνο ή άδικο.
Κι ίσως η μοναδική επιλογή είναι να το αποδεχτώ πραγματικά.
Μετά από μήνες επεξεργασίας, αρχίζω να αισθάνομαι δυνατή μπροστά στον πόνο που φέρνουν αυτές οι αναμνήσεις· στα δάκρυα που κυλάνε στα μάγουλά μου καθώς γράφω αυτό το κείμενο, στη ναυτία και τη ζάλη που μου προκαλούν τα κύματα οδύνης και οργής. Μου έρχεται διαρκώς η ίδια φράση:
Ήμουν εκεί μαζί τους.
Εκεί ΜΑΖΙ τους.
Ήμασταν εκεί.
Στο τέλος όμως, το μόνο που μπορούσαμε ήταν να είμαστε παρόντες.
Και για πρώτη φορά βλέπω πως υπάρχει μια χαραμάδα φωτός στις σκοτεινές στιγμές που έζησα με αυτά τα παιδιά: μπορεί να μην ήμουν μάρτυρας της υπέροχης, σύντομης ζωής τους, ήμουν όμως μάρτυρας του θανάτου τους, και ο πόνος αυτός ζει μέσα μου.
Δεν είναι αρκετό, ούτε κατά διάνοια. Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να ξέρω τα ονόματά τους, τα αγαπημένα τους παιχνίδια, ούτε από πού ήταν, ξέρω όμως ότι υπήρξαν. Έχω την απίστευτη τιμή να αισθάνομαι την οδύνη του θανάτου τους· οι γονείς τους, άψυχοι δίπλα τους, δεν έζησαν για να τη νιώσουν ή να την κουβαλήσουν μέσα τους.
Ο πόνος δεν είναι ευχάριστος, όμως δεν θα άλλαζα το ότι ήμασταν εκεί, έστω και μόνο για να είμαστε μάρτυρες στο γεγονός ότι τα παιδιά αυτά υπήρξαν και στην αδικία ότι δεν υπάρχουν πια. Κι αν ο πόνος είναι το τίμημα που πληρώνουμε γι’ αυτό, το τίμημα που πληρώνουμε για να γνωρίζουμε και να αναγνωρίζουμε την έμφυτη αξία των χιλιάδων ζωών που εξακολουθούν να χάνονται στη Μεσόγειο, τότε θα τον φυλάξω μέσα μου. Δεν θα τρέξω μακριά του.
Είθε να αναπαυτούν οι ψυχές των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που έχουν χάσει τη ζωή τους τόσο παράλογα στη Λιβύη και τη Μεσόγειο, ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήταν απλοί θεατές. Δεν θα σας ξεχάσουμε και δεν θα σιωπήσουμε.
Κόρτνι Μπέρκαν
Νοσηλεύτρια
*Η Κόρτνι Μπέρκαν, νοσηλεύτρια από το Βανκούβερ του Καναδά, εργάστηκε με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα σε ένα σκάφος έρευνας και διάσωσης στη Μεσόγειο, το Dignity I, το 2016. Τον Δεκέμβριο του 2018, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αναγκάστηκαν να διακόψουν τις επιχειρήσεις του τελευταίου τους πλοίου διάσωσης στη Μεσόγειο, του Aquarius, εξαιτίας πολιτικών πιέσεων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η είδηση αυτή ξύπνησε επώδυνες μνήμες για την Κόρτνι.