του Γιώργου Τσιακαλάκη*
Πλησιάζοντας προς τις ευρωεκλογές, ο πολιτικός διάλογος στην Ελλάδα εξαντλείται σε μία δημοσκοπική πρόβα των εθνικών εκλογών.
Από τα πάνελ των τηλεοπτικών εκπομπών και τις κομματικές συγκεντρώσεις, μέχρι τις πολιτικές διαφημίσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ήδη ξεθωριασμένο ευρωπαϊκό όραμα επικαλύπτεται συχνά από τη στείρα αντιπαράθεση, τη σκανδαλολογία, την πόλωση και μία διαχρονική ομφαλοσκόπηση.
Δεν πρόκειται για μία ελληνική ιδιορρυθμία. Το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον που απειλήθηκε τόσο σφοδρά κατά την τελευταία δεκαετία απουσιάζει ή υποβαθμίζεται ως θεματική στο προεκλογικό φόντο των περισσότερων κρατών μελών της Ένωσης.
Η όξυνση του εθνικισμού και του απομονωτισμού τροφοδοτείται από τα αργά αντανακλαστικά μίας «ευρωπαϊκής δημοκρατίας»που δεν έχει καταφέρει ακόμη να αποκτήσει μία ενιαία ταυτότητα και να εμπνεύσει τους Ευρωπαίους πολίτες. Και πώς να το επιτύχει άλλωστε, όταν η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ένας «μέσος όρος» ετερόκλητων αφετηριών, προκλήσεων, επιτευγμάτων και εμποδίων.
Οι ανισότητες αυτές αντανακλώνται και στην υγεία των πολιτών της Ένωσης.Το ευρωπαϊκό προσδόκιμο ζωής είναι τα 80,9 έτη, ωστόσο η πληροφορία είναι ελλιπής αν δε σταθούμε στις δύο ακραίες τιμές. Ο Ισπανόςπολίτης θα ζήσει 83,3 χρόνια, ενώ ο Λετονός και ο Βούλγαρος 74,5. Το 78% των πιο πλούσιων οικονομικών στρωμάτων της Ένωσης δηλώνει ότι έχει καλή ή πολύ καλή υγεία.
Το ποσοστό αυτό περιορίζεται μόλις στο 60% στους οικονομικά πιο αδύναμους πολίτες. Επίσης τα άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης θα ζήσουν 6 χρόνια λιγότερο από εκείνα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Τέλος, το 49% των ανέργων στην Ευρώπη είναι καπνιστές, ενώ μόνο το 11% των ανώτερων στελεχών είναι εθισμένοι στο τσιγάρο.
Η διαπίστωση ότι οι δείκτες υγείας επηρεάζονται από τις εθνικές πολιτικές είναι αυτονόητη. Όπως αυτονόητος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της Ευρώπης στην άμβλυνση αυτών των ανισοτήτων. Η ανάγκη της ευρωπαϊκής μεταρρύθμισης είναι αδήριτη, όπως είναι και η ανάγκη ενός νέου οράματος για την αποστολή και την προστιθέμενη αξία της. Μία στρατηγική που θα μπορούσε να επικεντρωθεί στην άρση των ανισοτήτων υγείας, μέσα από το πρίσμα των κοινωνικών προσδιοριστών της όπως η παιδεία, η απασχόληση, η βιώσιμη ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν πρόωρα κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα μεγάλο ποσοστό θα μπορούσε να αποτραπεί, αν η Ευρώπη αποφάσιζε να επενδύσει στρατηγικά σε πολιτικές πρόληψης των ασθενειών και σε αποτελεσματικότερες παρεμβάσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.
Ένα από τα μεγάλα στοιχήματα είναι η παραπληροφόρηση σχετικά με τα εμβόλια και η διστακτικότητα μέρους του πληθυσμού ακόμη και για τον παιδικό εμβολιασμό. Μία δεύτερη πρόκληση είναι η πρόληψη των ανθυγιεινών τρόπων ζωής. Περίπου 790.000 άτομα στην Ευρώπη πεθαίνουν πρόωρα κάθε χρόνο από το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, την ανθυγιεινή διατροφή και την έλλειψη σωματικής άσκησης. Πρόκειται για ένα πεδίο όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να διαδραματίσει πολύ πιο σημαντικό ρόλο.
Οι ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας υποχωρούν ως ποσοστό στην Ευρώπη, ωστόσο υπάρχουν και σημαντικές αποκλίσεις. Ο μέσος όρος της Ένωσης είναι 3%, με την Εσθονία, την Ελλάδα και τη Λετονία να καταλαμβάνουν το 2016 τις τρεις πρώτες θέσεις (10% του πληθυσμού στην Ελλάδα ανέφερε ανικανοποίητες ανάγκες υγείας).
Περίπου το 18% των δαπανών για την υγεία καταβάλλεται από τα νοικοκυριά, ωστόσο και εδώ καταγράφονται σημαντικές αποκλίσεις. Τα κράτη που παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό ιδιωτικών δαπανών για την υγεία έχουν επίσης και υψηλό ποσοστό του πληθυσμού που είναι αντιμέτωπο με καταστροφικές πληρωμές για αυτές τις υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό αναπαράγονται και εντείνονται οι κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των πολιτών.
Περίπου το ένα πέμπτο των δαπανών για την υγεία εξακολουθεί να συνιστά σπατάλη στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε να μειωθεί ή να εξαλειφθεί χωρίς να υπονομευθεί η απόδοση των συστημάτων υγείας. Αντίθετα, η ανακατεύθυνση αυτών των πόρων στις πραγματικές ανάγκες, θα βελτίωνε την αποδοτικότητά των υπηρεσιών, με τελικό αποδέκτη τον Ευρωπαίο πολίτη.
Για παράδειγμα, ένα σημαντικό ποσοστό εισαγωγών στα νοσηλευτικά ιδρύματα αντανακλά μία διαχειριστική αποτυχία της έγκαιρης ανίχνευσης των προβλημάτων υγείας των ασθενών. Ως αποτέλεσμα, πάνω από 37 εκατομμύρια κλίνες ετησίως σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσαν να απελευθερωθούν μέσα από μία ορθολογική αναδιάταξη των υπηρεσιών του συστήματος. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να διαδραματίσει η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για τη βελτίωση των προγραμμάτων πρόληψης, ανίχνευσης και διαχείρισης χρόνιων ασθενειών, καθώς και για την προαγωγή της έρευνας.
Πάνω από 550.000 ευρωπαίοι πολίτες πεθαίνουν πρόωρα από χρόνιες ασθένειες, όπως τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης και οι νεοπλασίες. Ο οικονομικός αντίκτυπος των ελλιπών παρεμβάσεων στην πρόληψη και διαχείριση των χρόνιων παθήσεων εκτιμάται στο 0,8% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ετησίως και δεν περιλαμβάνει επιπρόσθετες απώλειες από τη μειωμένη απασχόληση και παραγωγικότητα των ατόμων που ζουν με χρόνια νοσήματα.
Ωστόσο, τα κράτη μέλη της Ένωσης κατανέμουν κατά μέσο όρο μόνο το 3% των προϋπολογισμών τους για την υγεία στην πρόληψη. Οι περαιτέρω επενδύσεις στην αγωγή και προαγωγή της υγείας, σε συνδυασμό με πολιτικές που διευκολύνουν την εργασία των ατόμων με αναπηρίες, θα μπορούσαν να αποφέρουν σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη και να αποτελέσουν την πυξίδα μίας ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Περισσότεροι από 1 στους 6 Ευρωπαίους πολίτες είχαν κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας το 2016, ενώ πάνω από 84.000 άνθρωποι πέθαναν από αντίστοιχα προβλήματα το 2015 στην Ευρώπη.
Το συνολικό κόστος από τις ανεπαρκείς πολιτικές υγείας στο συγκεκριμένο τομέα εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 4% του ΑΕΠ και κυμαίνεται περίπου στα 600 δισ. ευρώ. Η ψυχική υγεία εξακολουθεί να συνοδεύεται από στερεότυπα στις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες, ενώ τα δημόσια υποστηρικτά προγράμματα είναι συχνά απόλυτα απόντα, όπως στην περίπτωση των υπηρεσιών υγείας για άτομα με άνοια.
Οι ταχεία ανάδυση των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων επισκιάζει την ίδια την ύπαρξη της Ένωσης σε ορίζοντα δεκαετίας, αν δεν υπάρξει μία «οραματική αντεπίθεση» με άμεσο αντίκτυπο στη ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών.
Ο μεταπολεμικός ρόλος της ΕΟΚ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν μία μακρά περίοδο ειρήνης, ανάπτυξης και ευημερίας απειλούνται από την έλλειψη ιστορικής μνήμης και ενός βιωματικού μέτρου σύγκρισης των σύγχρονων Ευρωπαίων. Τα μέχρι τώρα επιτεύγματα έχουν περάσει στη σφαίρα του δεδομένου και επομένως αδυνατούν να συγκινήσουν.
Απαιτείται μία νέα πνοή με στόχους που θα φέρουν στο επίκεντρο των άνθρωπο, τον πολίτη, την άμβλυνση των ανισοτήτων.
Η υγεία ως το ύψιστο αγαθό, μπορεί να αποτελέσει ένα φιλόξενο πυλώνα για την εφαρμογή αυτών των στρατηγικών, με άμεσο και απτό αντίκτυπο στις ζωές μας. Απομένει η πολιτική βούληση των ελίτ και η συσπείρωση των Ευρωπαίων πολιτών που πιστεύουμε στο κοινό μας μέλλον και εμπνεόμαστε από αυτό.
* Ο Γιώργος Τσιακαλάκης είναι M.Sc. Δημόσιας Υγείας & Πολιτικών Επιστημών & Υπεύθυνος Επικοινωνίας στο Σύλλογο Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή»
**Αναδημοσίευση άρθρου από ΗUFF POST GREECE