*της Γεωργίας Αναστοπούλου

Ο όρος «αυτισμός» έχει τις ρίζες του στην ελληνική λέξη «εαυτός» και, κατά τον L. Kanner, φανερώνει την ιδιαιτερότητα των ατόμων με τη συγκεκριμένη διαταραχή στην επικοινωνία. Όλα τα παιδιά με αυτισμό βιώνουν μία ισόβια αναπηρία στο να μην αντιλαμβάνονται σωστά τον κόσμο γύρω τους. Αυτά που νιώθουν και αντιλαμβάνονται,  οι αισθήσεις της όρασης και της ακοής, δεν διευκολύνουν την επικοινωνία. Οι κοινωνικές σχέσεις συνήθως σε αυτήν την περίπτωση έχουν σοβαρά προβλήματα και γίνονται με πολύ μεγάλο κόπο. Ο αυτιστικός κατέχει μία νεύρο-ψυχολογική  διαταραχή από την γέννηση του. Αυτό συνδυάζεται πολλές φορές και με νοητική υστέρηση και, όπως είναι αναμενόμενο, επηρεάζει την οικογένεια και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.

Ο αυτισμός συναντάται και χαρακτηρίζεται  ως  «Τριάδα Διαταραχών Του Αυτισμού». Συγκεκριμένα, το άτομο έχει την ιδιότητα να καθυστερεί στην λεκτική και μη επικοινωνία. Το συναντούμε πολλές φορές να μιλά χωρίς παύση ή να μην μιλά καθόλου. Αδυνατεί να χειρίζεται σωστά το πρόσωπο, τις εκφράσεις του, καθώς και τα χέρια του. Στην προσπάθεια αλληλεπίδρασης με τον αυτιστικό βλέπουμε ότι, ενώ τον γνωρίζουμε αρκετό καιρό, αρνείται να έχει οπτική επαφή μαζί μας, όπως φυσικά και κάθε είδους διαπροσωπική σχέση. Η έννοιά του αυθορμητισμού είναι ανύπαρκτη. Παράλληλα, συναντούμε την λεγόμενη «νοητική τύφλωση». Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καθόλου φαντασία  και ενσυναίσθηση σε σχέση με τους συνομηλίκους του, ούτε ακόμα στην ηλικία της τυπικής ανάπτυξης . Δυστυχώς,  δεν είναι λίγες οι φορές που  ένας αυτιστικός παθαίνει εμμονές με αντικείμενα και καταστάσεις γύρω του. Μιλάμε για έντονη κοινωνική απομόνωση και εμμονές στην διατήρηση της ομοιότητας μέσα από ποικίλες στερεοτυπικές συμπεριφορές. Στο άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις συμπεριφορές αυτές καθώς και τους τρόπους παρέμβασης  που μπορεί να εφαρμόσει το σχολείο και η οικογένεια.

Πρώτη φορά, για την προάσπιση των δικαιωμάτων των αυτιστικών ατόμων, ιδρύθηκε  το 1962 η  Εθνική Αυτιστική Εταιρεία (National Autistic Society, NAS) η οποία μίλησε για τα δικαιώματα των μαθητών αυτών απέναντι στην κοινωνία και την εκπαίδευση.  Στην χώρα μας, η ίδια προσπάθεια έγινε το 1992. Ένα βασικό ζήτημα στο οποίο στάθηκε η Αυτιστική Εταιρεία  είναι το δικαίωμα των αυτιστικών μαθητών να μπορούν, όπως όλοι, να ζουν μία ανεξάρτητη και ισότιμη ζωή με ίσες ευκαιρίες, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες τουςμέσα από εξατομικευμένη δυνατότητα εκπαίδευσης.

Στόχος, η κοινωνικοποίηση και η ανάπτυξη ικανότητας αυτοεξυπηρέτησης του μαθητή μέσω της εκπαίδευσης. Γίνεται χρήση οπτικής, μηχανικής, ολοκληρωτικής και χειροπιαστής εκπαίδευσης ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του κάθε αυτιστικού μαθητή. Η μηχανική μάθηση επιτρέπει να μάθει κανείς την βασική θεωρία και εφαρμογές,   ενώ μέσα από την οπτική να βρει κατάλληλα ερεθίσματα. Βιβλία , εικόνες και βίντεο βοηθούν αφού μειώνουν τον φόβο του αγνώστου. Καρτέλες  μπορούν και πρέπει να υπενθυμίζουν τις αρμοδιότητες σε έναν αυτιστικό μαθητή. Για τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της οπτικής ικανότητας, οι δάσκαλοι χρησιμοποιούμε πολυαισθητηριακά εργαλεία όπως  χρωματιστά υλικά στο τραπέζι  αλλά και στυλό, ενώ είμαστε πολύ προσεκτικοί στο να τα απομακρύνουμε εάν δούμε εμμονικές αυτιστικές συμπεριφορές.

Άτομα με αυτισμό έρχονται αντιμέτωπα με την «Διαταραχή Ρύθμισης του Επιπέδου Διέγερσης» (“Αrousal Modulation Disorder”). Οποιοσδήποτε άνθρωπος, κατά την αλληλεπίδραση μαζί τους, πρέπει να αποφεύγει να τα αγγίζει, ενώ πρέπει πάντα να στέκεται σε κατάλληλο ύψος ώστε τα άτομα αυτά να μπορούν να παρακολουθούν τις κινήσεις του. Κάθε αντικείμενο πρέπει επίσης να είναι σε τέτοια θέση ώστε να φαίνεται, με την πρώτη ματιά, ποιος είναι ο ρόλος του.  Απίστευτες λεπτομέρειες,  όπως  να μην αλλάζουμε άρωμα για να μην διεγείρουμε αρνητικά το άτομο απέναντι μας, παίζουν ρόλο ζωτικής σημασίας. Κάθε τι, πρέπει να λειτουργεί με ένα αυστηρό ατομικό ημερήσιο πρόγραμμα το οποίο μακροπρόθεσμα στοχεύει στην ανεξαρτητοποίηση του ατόμου με την διαταραχή αυτή.  Η απόκτηση και η φροντίδα ενός κατοικιδίου επίσης συμβάλλει θετικά στην ανεξαρτητοποίηση των αυτιστικών ατόμων, εξαιτίας του συναισθηματικού δεσίματος που αναπτύσσεται μεταξύ τους.

Συνήθως, η οικογένεια ανακαλύπτει στην ηλικία των τριών ετών αυτή την ιδιαιτερότητα του παιδιού. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι γονείς απαντούν στους ειδικούς με την φράση : « Μα είναι πανέξυπνος».  Ελάχιστοι γονείς παραδέχονται ότι εφάρμοζαν πολλές φορές την μέθοδο του «σφιχταγκαλιάσματος», όταν διαισθητικά αντιλαμβανόταν ότι κάτι συμβαίνει με το παιδί τους. Μετά την πρώτη ανακοίνωση έρχεται το σοκ, η κατάθλιψη και ο θρήνος για τα χαμένα όνειρα. Άρνηση και ενοχή μέχρι να πρυτανεύσει η λογική και να ξεκινήσει η προσπάθεια….. Ντροπή για τα «κακά γονίδια» και πολλές φορές πανικός και φόβος. Αυτό, σήμερα είναι αποδεδειγμένα λάθος και δεν πρέπει να το οικειοποιούνται οι γονείς, αφού δεν έχει καμία σχέση με αυτούς.

Το σχολείο είναι πολύ σημαντικό για την πρόοδο των μαθητών, πόσο μάλλον των αυτιστικών. Η τάξη του παίζει κυρίαρχο ρόλο για την μετέπειτα πορεία και εξέλιξη του. Προτείνονται ειδικά σχολεία με καταρτισμένο προσωπικό ή τουλάχιστον παράλληλη στήριξη. Ο ρόλος του καθηγητή στους αυτιστικούς μαθητές είναι κομβικός. Αυτός όμως ο ρόλος, πολλές φορές, προσδιορίζεται σε σχέση με την οικογένεια. Η Θεωρία του Νου, στην οποία σήμερα στηρίζεται το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, εστιάζει στην ερμηνεία την νόησης των υπόλοιπων ατόμων και των νοητικών καταστάσεων που απαιτούνται για να συμβούν ανώτερες γνωστικές λειτουργίες . Σαν θεωρία, εξηγεί την αξία των αφηρημένων εννοιών που οδηγούν τον εκπαιδευόμενο να ερμηνεύσει τα γύρω νοήματα και κυρίως αυτά που δεν είναι άμεσα εμφανή. Στον αυτισμό, η θεωρία χρησιμοποιείται για να βρεθούν τα γνωστικά κενά των αυτιστικών με στόχο την εξέλιξη τους καθώς και να διακρίνουν και να αναπτύξουν επικοινωνία με τον περίγυρο τους.

Οι νέοι με αυτισμό πρέπει να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο όπως και όλοι οι νέοι. Η εκπαίδευση πρέπει να βρει τρόπο να βοηθήσει τα άτομα αυτά, με σεβασμό στο άτομο και στην προσωπικότητα τους. Δυστυχώς, είναι πολλές οι φορές που ο δάσκαλος πρώτος πρέπει να απαντήσει στην ερώτηση: «Πώς σταματούν οι κρίσεις;», το λεγόμενο «σωτήριο κόλπο». Εδώ δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική, αφού κάτι  τέτοιο δεν υπάρχει. Πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε, μαζί με τον αυτιστικό, την υπερδιέγερση αυτή και να μην ξεχνάμε ότι το να τον καταπιέσουμε μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος του.

Η άποψη μας για τον αυτισμό συνοψίζεται στην ακόλουθη φράση:  «Θεωρώ δεδομένο ότι η κοινωνία και η εκπαίδευση στην οποία ανήκω δεν «ανέχεται» απλώς, αλλά σέβεται τη διαφορετικότητα

*Aναδημοσίευση άρθρου από την ιστοσελίδα healthnews 

** H Γεωργία Αναστοπούλου, σπούδασε Μαθηματικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε Μεταπτυχιακές Σπουδές στην «Διδακτική και Μεθοδολογία των Μαθηματικών» στο πανεπιστήμιο του Ε.Κ.Π.Α και την «Ειδική (Ενιαία) Εκπαίδευση» στο πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

Από το 2005 διδάσκει σε ατομικά μαθήματα και από το 2011 εργάστηκε σε μεγάλους φροντιστηριακούς οργανισμούς Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τους οποίους απέκτησε εργασιακή εμπειρία πάνω στην διδασκαλία. Εργάστηκε για τα φροντιστήρια «Ρόμβος» , «Αctivum» , «Νάσος Κουμαρελλάς» και «Πορεία» . Τα έτη 2012-2015 δίδασκε στα Πειραματικά Λύκεια και Γυμνάσια της Αττικής. Το 2011 απασχολήθηκε στον Σ.Π.Α.Υ. ως Συντονιστής Εκπαίδευσης ενώ το 2012 εργάστηκε με επικουρικό έργο στο Μαθηματικό Αθήνας . Παράλληλα, με την εργασία της στην εκπαίδευση έχει επιμορφωθεί στο σύστημα γραφής Braille για τυφλούς μαθητές καθώς και στην Νοηματική γλώσσα. Το 2011 παρουσίασε στην τριμελή επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών μια διπλωματική εργασία για την εισαγωγή των <<Fractal» στην διδασκαλία των Μαθηματικών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και η οποία χαρακτηρίστηκε ως «Άριστη». Τα τελευταία χρόνια ως συνέχεια της εκπαίδευσης της έλαβε μέρος σε σεμινάρια με θέμα το ΔΕΠ-Υ και την εκπαίδευση Τυφλών Ατόμων .

Σήμερα εργάζεται στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε τμήματα ένταξης όπου και χρησιμοποιεί μαζί με τα άλλα διδακτικά εργαλεία και τις νέες τεχνολογίες με λογισμικά όπως Geogebra, κτλ . τα οποία και αποτελούν εργαλεία πολύ χρήσιμα για την διδακτική πράξη σε όλες τις πτυχές ειδικής ή γενικής εκπαίδευσης.