Σπίτι για την 17χρονη Khansa ήταν η τραχιά γη του βόρειου Ιράκ, στη σκιά της ιερής οροσειράς Σιντζάρ. Τη θάλασσα την είχε δει μόνο από απόσταση, δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να τη διασχίσει. Ως μέλος της κλειστής κοινότητας των Γιαζίντι, ήταν μάλλον απίθανο να ταξιδέψει ποτέ μακριά από την πατρογονική γη.

Όμως, το 2014, η Khansa με τη μητέρα και τα τέσσερα αδέρφια της εγκατέλειψαν το σπίτι τους για να ξεφύγουν από την εισβολή μελών του ISIS, που σκότωσαν τον πατέρα της οικογένειας και εκατοντάδες Γιαζίντι.

Βρήκαν καταφύγιο στην κουρδική περιοχή του Ιράκ, αλλά η ζωή ήταν κι εκεί δύσκολη και ο φόβος για την ασφάλειά τους παρέμενε.

Πέρυσι ταξίδεψαν για την Τουρκία και από εκεί, ακολουθώντας τα βήματα κι άλλων Γιαζίντι, πλήρωσαν διακινητές για να τους μεταφέρουν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Τότε, για πρώτη φορά, η Khansa είδε το τρομακτικό πρόσωπο της θάλασσας. Σύντομα έμαθε πως πρέπει να τη σέβεται, όταν κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της προσπαθώντας να φτάσει στη Λέσβο. «Η θάλασσα είναι τρομακτική», λέει έχοντας πια βρει ασφάλεια στο Καρά Τεπέ, τη φιλόξενη δημοτική δομή της Μυτιλήνης. «Ήταν πολύ δύσκολα όταν τα κύματα χτυπούσαν τη βάρκα. Νομίζαμε πως θα πεθάνουμε».

Η ανάμνηση είναι ακόμα νωπή, αλλά η Khansa προσαρμόζεται καλά στη ζωή στην Ελλάδα. «Μου αρέσουν οι υπολογιστές, το σχολείο και ειδικά τα μαθήματα Αγγλικών. Και θα ήθελα να μάθω να παίζω πιάνο», λέει. «Είμαι ευτυχισμένη που ήρθαμε στην Ελλάδα. Εδώ δεν φοβόμαστε. Είναι ένας ασφαλής τόπος και μας αρέσει», προσθέτει.

Όμως, στο κατώφλι της ενηλικίωσης, βρίσκεται ακόμη αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις.