Ο Μαραθωνοδρόμος Στέλιος Κυριακίδης «O άνθρωπος που έτρεξε για έναν ολόκληρο λαό»

Ο Στέλιος Κυριακίδης (1910-1987) έγινε γνωστός από τη νίκη του στο Μαραθώνιο της Βοστώνης  τον Απρίλιο του 1946.

Γεννημένος στον Στατό της Πάφου στις 15 Ιανουαρίου του 1910, γιος αγροτών δεν έχανε ευκαιρία να τρέχει. Ήταν πάντα πρόθυμος να μεταφέρει ένα μήνυμα από τον Στατό σε χωριά που απείχαν 15 με 20 χιλιόμετρα. Ο μαραθώνιος έγινε τρόπος ζωής από τα εφηβικά του χρόνια. Γυμνάσιο πήγε στην Πάφο όπου και κατέκτησε τα πρώτα του μετάλλια στους σχολικούς αγώνες. Το 1930 γράφτηκε στον Γυμναστικό Σύλλογο Ολύμπια Λεμεσού τον οποίο δεν εγκατέλειψε, μέχρι και το τέλος της αθλητικής του σταδιοδρομίας . Για ένα διάστημα εργάστηκε ως υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού.

Το 1936, τον βρίσκει στην Αθήνα να δουλεύει στην ΔΕΗ – τότε “Ηλεκτρική Εταιρεία” – να «μετράει τα ρολόγια» και να εισπράττει τους λογαριασμούς στο Χαλάνδρι όπου και εγκαταστάθηκε. Χρονιά ολυμπιακή το 1936 και η συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, αλλά και η «μανία» του να συλλέγει και να αρχειοθετεί, έμελλε να σώσει την δική του ζωή αλλά και αρκετών αγωνιστών στην Κατοχή.

Το 1943 στο Χαλάνδρι, συνελήφθη από Γερμανούς μαζί με άλλα 49 άτομα εξαιτίας ενός φόνου Γερμανού στρατιώτη. Όλοι οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν. Ο Γερμανός αξιωματικός υπηρεσίας ήταν μαραθωνοδρόμος και όταν βρήκε στο πορτοφόλι του την ταυτότητά του και την κάρτα διαπίστευσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο, τον άφησε ελεύθερο. Ο γιος του Δημήτρης Κυριακίδης ανέφερε: «Μια άλλη φορά, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι μας, βρήκαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Στην πρώτη σελίδα ήταν ο Χίτλερ.“Χάιλ Χίτλερ!” είπαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι δόθηκε εντολή να μην πηγαίνει κανείς στο σπίτι του Κυριακίδη. Από τότε ο πατέρας μου έκρυβε στο υπόγειό μας τους συμμάχους που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα και έφευγαν αργότερα στην Αίγυπτο».

Στο δρόμο για την Βοστώνη

Σύμφωνα με την μαρτυρία του γιου του Δημήτρη: « Το 1940 σταμάτησε η αθλητική καριέρα του Στέλιου Κυριακίδη λόγω πολέμου. Από το 1940 έως και το 1946 δεν προπονήθηκε και δεν έτρεξε πουθενά. Το 1945 έχοντας την εμπειρία της κατοχής και αργότερα του εμφυλίου πολέμου: την πείνα, την κακουχία, το να βλέπει τους συναθλητές του της μεγάλης σχολής της δεκαετίας του ’30 να πεθαίνουν, είτε από πείνα, είτε από αρρώστιες, είτε από τον κατακτητή, αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Σκέφτεται λοιπόν πως μπορεί σαν αθλητής να κάνει κάτι για την Ελλάδα. Αποφασίζει έτσι να πάει στην Βοστώνη. Ήδη ο μαραθώνιος της Βοστώνης ήταν ο μεγαλύτερος στον πλανήτη. Όντας στην Αμερική σκέφτηκε ότι μπορεί να ξυπνήσει τους Αμερικάνους να γνωρίσουν την πραγματική κατάσταση της Ελλάδας και να ζητήσει βοήθεια.

Προπονήθηκε λίγο, και με την βοήθεια των γειτόνων που του έδιναν ότι είχαν και αυτοί από το υστέρημα τους σε τρόφιμα, αποφασίζει να πάει στην Αμερική. Δεν υπήρχαν όμως χρήματα για το εισιτήριο του. Δεν υπήρχε ούτε ΣΕΓΑΣ, ούτε κράτος, ούτε οικονομία, τίποτα. Έτσι λοιπόν πουλάει τα μισά έπιπλα του σπιτιού αλλά και πάλι δεν έφταναν τα χρήματα για να βγάλει το εισιτήριο μονής κατεύθυνσης. Ζητάει βοήθεια από την “Ηλεκτρική Εταιρεία” και με τα λεφτά που συμπλήρωσε παίρνει το πρώτο αεροπλάνο για την Αμερική».

 

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Στέλιος Κυριακίδης θα έτρεχε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Είχε προσπαθήσει ξανά το 1938, όμως τα παπούτσια που του είχαν προσφέρει ομογενείς, τον πρόδωσαν. Πλήγωσαν από τα πρώτα χιλιόμετρα τα πόδια του με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει.

kyriakidis

Με το που φθάνει στην Αμερική ο Κυριακίδης στην Αμερική γίνεται αντικείμενο αγάπης και θαυμασμού των ομογενών οι οποίοι φρόντισαν για την άνετη διαμονή και την διατροφή του. Παρόλο που η φυσική του κατάσταση βελτιώνονταν σταθερά, ο γιατρός που εξέταζε τους αθλητές το πρωί πριν την διοργάνωση, αρνήθηκε να δώσει την έγκριση του, κρίνοντας ότι ο Κυριακίδης ήταν ιδιαίτερα αδύναμος και ότι θα κινδύνευε ακόμη και η ζωή του. Ο Έλληνας αθλητής στην προοπτική να μην τρέξει υπογράφει ότι παίρνει επάνω του την ευθύνη και οδεύει προς την αφετηρία.

Στο 40ο χιλιόμετρο ο Κυριακίδης καταφέρνει να πιάσει τον Τζονι Κέλι (σ.σ. στις φωτογραφίες ο αθλητής με τον αριθμό Νο 1 στην φανέλα), που ήταν πρωταθλητής Αμερικής και νικητής του προηγούμενου μαραθωνίου. Στα επόμενα δύο χιλιόμετρα μία περνούσε ο ένας μπροστά, μία ο άλλος. Από τις αφηγήσεις του πατέρα του ο Δημήτρης Κυριακίδης αναφέρει: «Σε κάποιο σημείο, όταν ήταν δεύτερος, ένας Έλληνας θεατής του φωνάζει: “Στέλιο μου, έστω και δεύτερος”. Αυτό τον έκανε να πει: “Γιατί δεύτερος; Θα βγω πρώτος”. Πήρε μία ανάσα, ξεπερνάει τον Κέλι και τον κερδίζει με δύο λεπτά διαφορά».

Κόβοντας το νήμα ο Στέλιος Κυριακίδης, πετυχαίνοντας την καλύτερη επίδοση της εποχής και πανευρωπαϊκό ρεκόρ (2.29.27΄΄) θα φωνάξει: «Για την Ελλάδα».

Αμέσως μετά τον τερματισμό οι πρώτοι που πλησίασαν τον Κυριακίδη ήταν οι τζογαδόροι. Άνθρωποι που είχαν ποντάρει στην νίκη του στην «κούρσα» και βγήκαν κερδισμένοι. Και μάλιστα με σημαντικό κέρδος μιας και δεν ήταν ανάμεσα στα φαβορί. Του πρόσφεραν δολάρια για να τον ευχαριστήσουν. Ο Κυριακίδης τα αρνήθηκε. «Δεν ήρθα για τα λεφτά. Ήρθα για να κερδίσω».

Λίγο πιο πίσω οι δημοσιογράφοι θα ρωτούσαν τον Αμερικάνο πρωταθλητή για την ήττα του. «Πως μπορείς να νικήσεις αυτό τον άνθρωπο; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου και αυτός για έναν ολόκληρο λαό».

Με το που τελείωσε τον αγώνα του ο Κυριακίδης δεν σταμάτησε να ξεκουραστεί. Ο Έλληνας που έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες της Αμερικής, ξεκίνησε τον αγώνα για τον οποίο είχε φθάσει ως την Βοστώνη. Να κάνει γνωστή την τραγική κατάσταση των Ελλήνων και να ευαισθητοποιήσει τους Αμερικάνους. Μασαχουσέτη, Σικάγο, Βοστώνη, Νέα Υόρκη ήταν μόνο μερικοί από τους σταθμούς του. Σε αυτούς κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 250.000 δολαρίων που σε σημερινά χρήματα αντιστοιχούν σε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια. Η κινητοποίηση του Κυριακίδη παίρνει διαστάσεις και φθάνει μέχρι τους επιτελείς του προέδρου Τρούμαν, ο οποίος όταν έμαθε για την περίπτωση άνοιξε τις πόρτες του Λευκού Οίκου στον Έλληνα πρωταθλητή.

Όταν τελείωσε η συνάντηση, η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε μια έκτακτη βοήθεια προς τον ελληνικό λαό, το οποίο ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». Το πακέτο περιελάμβανε βασικά τρόφιμα (σιτάρι, αλεύρι, γάλα σκόνη, κονσέρβες), σκηνές, ρουχισμό, φάρμακα κ.α. Το υλικό που είχε συγκεντρωθεί μεταφέρθηκε με έξι πλοία Liberty που διέθεσε η οικογένεια Λιβανού.

Σύμφωνα με αμερικανικές πηγές η δημοσιότητα που έλαβε το γεγονός ήταν ο λόγος που ένα χρόνο αργότερα τον Μάιο του 1947 η Ελλάδα έλαβε 400 εκατ. δολάρια βοήθεια από το 1,4 δισ. που μοιράστηκε σε όλη την δοκιμαζόμενη Ευρώπη.

kyriakidis

 

Υποδοχή ήρωα

Αποτέλεσμα εικόνας για Στέλιος Κυριακίδης

H Ελλάδα που σπαράζονταν από τον εμφύλιο πόλεμο και διψούσε για μία καλή είδηση, ξεχύθηκε στους δρόμους της Αθήνας στις 25 Μαϊου για να υποδεχθεί τον ήρωα που έφερε την χώρα ξανά στο φως. Οι αρχές υπολογίζουν τον κόσμο σε ένα 1 εκατομμύριο και ας μην έφθανε ο πληθυσμός της πρωτεύουσας να καλύψει αυτό τον αριθμό. Άνθρωποι με με κάθε μέσο έφθασαν από όλη την Ελλάδα για να δουν από κοντά τον ζωντανό θρύλο. Για χάρη του φωταγωγήθηκε για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο η Ακρόπολη. Στην ομιλία του ο Κυριακίδης σε μία πολύ εύθραυστη περίοδο θα καλέσει τους Έλληνες να αφήσουν τις έριδες και να μονιάσουν.

Τα επόμενα χρόνια θα κυλήσουν μέσα στον αθλητισμό για τον Στέλιο Κυριακίδη. Παρόλο που θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την δόξα του για να αποκτήσει περιουσία δεν το έκανε ποτέ. Αντίθετα ξόδευε από τα προσωπικά του χρήματα για να δημιουργήσει τον «Αθλητικό Σύλλογο Φιλοθέης», να βοηθήσει άπορους και παιδιά που ήθελαν να μπουν στον αθλητισμό. Ο Στέλιος Κυριακίδης «έφυγε» στις 10 Δεκεμβρίου του 1987, στη Αθήνα και τάφηκε στον Πύργο Κορινθίας, όπου είχε το εξοχικό του.

Το 2004 το ΝΒC τον επιλέγει σαν Τον Έλληνα Αθλητή και γυρίζει ντοκιμαντέρ τη ζωή του, το οποίο και κερδίζει βραβείο Emmy. Αμερικάνική εταιρεία παραγωγής θα γυρίσει στο σύντομο μέλλον ταινία με τη ζωή του.

Το άγαλμα που τον απεικονίζει να τρέχει με τον Σπύρο Λούη να τον εμψυχώνει, ύψους 4 μέτρων, βρίσκεται στο 1ο χιλιόμετρο του Μαραθωνίου της Βοστώνης αλλά και στον Μαραθώνα στο σημείο της Έναρξης.

Είναι το παράδειγμα ενός ανθρώπου που δε περίμενε το κράτος να τον βοηθήσει. Βοήθησε αυτός το βασανισμένο κράτος. Προσέφερε ο, τι μπορούσε ο ίδιος, κάνοντας το καλό σύμφωνα με τις δικές του Αξίες. Έλεγε «κάνε το καλό όπως το νιώθεις εσύ και άσε τους άλλους να λένε».