Ζούμε σε μία κοινωνία, η οποία έχει αποκλείσει τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες όχι επειδή οι ίδιοι δεν μπορούν να ενταχθούν σε αυτή αλλά επειδή η κοινωνία είναι έτσι διαμορφωμένη, ώστε είναι αδύνατο να τους εντάξει.
Είναι αδύνατο οι άνθρωποι αυτοί να χρησιμοποιήσουν τα πεζοδρόμια τα οποία δεν είναι χρηστικά ακόμα και για ανθρώπους χωρίς ειδικές ανάγκες, είναι αδύνατο οι άνθρωποι αυτοί να χρησιμοποιήσουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, να έχουν πρόσβαση σε κοινόχρηστους χώρους όπως οι παραλίες, χωρίς συνοδεία. Η αυτονομία χάνεται διότι η κοινωνία είναι κατασκευασμένη χωρίς ευαισθησία για το διαφορετικό, ότι και αν ορίζουμε ως διαφορετικό. Για την ακρίβεια, δε βλέπουμε το διαφορετικό γιατί έχουμε την τάση να το κρύβουμε. Πώς να το δούμε όταν όλη μας η χώρα έχει κατασκευαστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε το διαφορετικό να μένει στο περιθώριο, να κουκουλώνεται, να μη φαίνεται. Οτιδήποτε δεν μπορεί να ενσωματωθεί στα δικά μας βιώματα, οτιδήποτε διαφέρει από μία κατασκευασμένη «κανονικότητα» που εξυπηρετεί τη δική μας καθημερινότητα, δεν είναι άξιο προσοχής και ευαισθησίας.
Οι θέσεις parking για ανθρώπους με αναπηρία- φαντάσματα, τις οποίες κανείς δε βλέπει, οι θέσεις στα μέσα μεταφοράς οι οποίες επίσης είναι αόρατες, οι ράμπες τις οποίες χρειάζεται κανείς πολλή τύχη για να τις βρει, οι τρόποι μας, οι οποίοι κάπου στην πορεία έχασαν την ευγένεια και την ευαισθησία τους. Ξεχνάμε ότι όλοι είμαστε άνθρωποι και συγκεκριμένα ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει ανάπηροι άνθρωποι. Δε μας έχει εγγυηθεί κανείς τη σωματική μας ακεραιότητα ούτε έχουμε γεννηθεί όλοι με την ίδια φυσιολογία. Πώς, αλήθεια, μπορεί ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί ένα αμαξίδιο, ένα ποδήλατο, ένα καρότσι για το παιδί του, να διασχίσει με ασφάλεια και άνεση την πόλη του;
Πόσο ενημερωμένοι είμαστε για τα θέματα που αφορούν στην αναπηρία και πόσο άνετα νιώθουμε να συζητάμε για αυτά; Είναι ανακουφιστικό να λέμε στους εαυτούς μας ότι οι άνθρωποι αυτοί απλώς δεν μπορούν να ζήσουν ποιοτικά, να επιρρίπτουμε ευθύνες σε αυτούς που θεωρούμε μειοψηφία, διότι το αντίθετο θα απαιτούσε αυτογνωσία, υπευθυνότητα και πολλή προσπάθεια για αλλαγή και ριζική αναδόμηση τόσο πολεοδομική όσο και κοινωνική. Η αναπηρία είναι μία κοινωνική πραγματικότητα, όπου κάτω από την ομπρέλα της λέξης αυτής, εντάσσονται διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικά βιώματα και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Άνθρωποι αποκλεισμένοι κοινωνικά, εκπαιδευτικά, εργασιακά και στιγματισμένοι, οι οποίοι αύριο μπορεί να είναι συγγενείς μας, φίλοι μας, ακόμα και εμείς οι ίδιοι.
Η άγνοια προκαλεί την προκατάληψη και τη στασιμότητα. Δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση γύρω από θέματα που άπτονται των ειδικών αναγκών με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται στερεότυπα και χαρακτηριστικά τα οποία απέχουν παρασάγγας από την ουσία της αναπηρίας. Ταμπελοποίηση, γιατί πίσω από αυτή κρύβονται δικά μας συναισθήματα. Δική μας αδυναμία να προσφέρουμε ότι καλύτερο μπορούμε για να γίνει λειτουργικότερη η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, δικούς μας φόβους για να μην αποκτήσουμε και εμείς αυτό το χαρακτηριστικό, δικές μας εντάσεις οι οποίες βρίσκουν χώρο έκφρασης σε κάποιον που θεωρούμε πιο αδύναμο από εμάς, δική μας αποτυχία να συμπεριφερθούμε με σεβασμό στους συμπολίτες μας.
Πόσο πιο λειτουργική θα ήταν η ζωή των ανθρώπων με αναπηρία εάν ζούσαν σε ένα περιβάλλον ικανό να καλύψει τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες τους;
Πόσο πιο λειτουργική θα ήταν η ζωή όλων μας εάν ζούσαμε σε ένα περιβάλλον ικανό να καλύψει τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες μας;
Οι ομοιότητές μας είναι περισσότερες από τις διαφορές μας.
* H Γλυκερία Αποστολοπούλου είναι Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας