Ο Αλέξης Τσίπρας επιστρέφοντας άρον άρον από τη Βοσνία, είχε την ευκαιρία να γράψει την ιστορία, διαφορετικά.
Αν αντί για εκείνο το φιάσκο της ζωντανής καφενειακής ενημέρωσης στο Κέντρο Επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής· έκανε μια σεμνή δήλωση για την τραγωδία και την επόμενη ημέρα πήγαινε στο Μάτι και τη Ραφήνα· αγκάλιαζε τα θύματα και έπαιρνε τα κεφάλια όσων έφταιξαν, σήμερα θα ήταν πιθανώς κερδισμένος. Οι κρίσεις, οι οποίες προκαλούνται από φυσικές καταστροφές, συνήθως λειτουργούν υπέρ της ηγεσίας, εφ’ όσον αυτή δείξει αντανακλαστικά και επιμείνει να λειτουργεί με βάση μια προϋπόθεση: Την αλήθεια.
Αυτή η Κυβέρνηση όμως, φοβάται την αλήθεια. Ο Τσίπρας δεν είναι χαζός. Ειδικά όταν πρόκειται για μικροπολιτικά επικοινωνιακά παιχνίδια, έχει δείξει πως τα καταφέρνει. Στην πραγματικότητα, είναι ένας αμόρφωτος μικροαπατεωνάκος, που πιστεύει πως μπορεί να κοροϊδεύει τους πάντες για πάντα, παίζοντας με το θυμικό της μεταπολίτευσης. Αν κάτι όμως, γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν μας, είναι τις ικανότητες των μέχρι πριν πέντε χρόνια συνοδοιπόρων του στις ταβέρνες.
Όταν ενημερώθηκε λοιπόν εν πτήσει, για την κατάσταση και τους νεκρούς στο Μάτι, φοβήθηκε. Ήξερε πως οι δικοί του, δεν ήταν για τέτοιες καταστάσεις. Και σκέφθηκε όπως ένα μικρό παιδί, που κάνει κάποια σκανδαλιά. Πως αν προσπαθήσει να κλείσει τα μάτια στο πρόβλημα, να πει μια αστεία δικαιολογία πως κάποιος άλλος το έκανε, η ζημιά με κάποιο μαγικό τρόπο μετριαστεί. Αυτή τη φορά, δε μπορούσε να γίνει έτσι όμως.
Όσο και αν οι συνεργάτες του, τον έπεισαν να μη λερώσει τα χέρια του με το μαύρο κάρβουνο της φωτιάς και να πάρει αποστάσεις από τα γεγονότα, η πυρκαγιά στοίχισε τη ζωή σε 87 ανθρώπους και έκαψε περισσότερα από 1200 σπίτια. Το κακό δεν κρύβονταν. Όσες διαχωριστικές γραμμές ασφαλείας και αν ήθελε να βάλει με το παρελθόν, εδώ δεν πιάνουν. Δεν είναι οικονομία και μνημόνια, όπου κυνικά μπορείς να υποστηρίξεις ότι αρνείσαι τη συνέχεια του κράτους. Εδώ υπάρχουν συναισθήματα. Υπάρχει πόνος και μένος. Εδώ δυστυχώς, μιλάμε για πολίτες που κάηκαν ζωντανοί, επειδή ο κρατικός μηχανισμός απέτυχε να τους προστατέψει. Μια πλήρης αποτυχία του κοινωνικού συμβολαίου, για την οποία υπάρχουν ευθύνες. Όχι «αυθαίρετες». Κανονικές.
Αν θέλεις να λέγεσαι ηγέτης, σ’ αυτή την περίπτωση γίνεσαι η πρώτη γραμμή υποδοχής του πόνου. Όχι για λόγους επικοινωνίας, αλλά για να νιώσεις το κακό που έγινε. Και να πάρεις δύναμη, να σαρώσεις ότι πήγε στραβά. Αν ο Τσίπρας λοιπόν ήταν στοιχειωδώς συναισθηματικά ευφυής, δε θα κρυβόταν από το πρόβλημα. Θα πήγαινε επί τόπου να το αντιμετωπίσει. Αν μάλιστα, είχε φροντίσει να έχει δίπλα του ανθρώπους ικανούς και όχι λοβοτομημένους, θα του θύμιζαν ένα πράγμα. Πως όποιος ηγέτης είπε την αλήθεια σε περιπτώσεις κρίσης και αντιμετώπισε γενναία τα γεγονότα με μια συνεκτική αντίδραση, βγήκε κερδισμένος. Όσοι δεν το έκαναν, αυτοί ήταν που καταστράφηκαν.
Τρεις άλλες περιπτώσεις ηγετών
- Ο Γερμανός Καγκελάριος G.Schröder είδε εν μέσω των διακοπών του, στις 11/8/2002, την ανατολική Γερμανία να πλημμυρίζει και το κρατίδιο της Σαξονίας να βυθίζεται κάτω από πρωτοφανείς καταιγίδες μιας εβδομάδας. Ήδη από τις 14/8 ο ποταμός Elbe είχε υπερχειλίσει ενώ ολόκληρες γειτονιές της Δρέσδης καλύφθηκαν από νερό, αναγκάζοντας τις αρχές να προχωρήσουν σε εκκένωση. Έχοντας χάσει το στοίχημα της μείωσης της ανεργίας και της βελτίωσης της οικονομικής συγκυρίας, ο σοσιαλιστής Schröder ήταν 7 μονάδες πίσω από το χριστιανοδημοκράτη Ed.Stoiber.
Την ώρα όμως που ο Stoiber δε διέκοψε τις διακοπές του και αργότερα απλά επισκέφθηκε την εκλογική του περιφέρεια τη Βαβαρία, που είχε ελαφρά πληγεί, ο Schröder έβαλε γαλότσες και αδιάβροχα. Γύρισε όλες τις πληγείσες περιοχές και ενίσχυσε το ηγετικό του προφίλ, στηρίζοντας όσους επλήγησαν. Πολλοί επεσήμαναν τότε, πως χρησιμοποίησε το ενδιαφέρον των Μέσων για να κάνει προεκλογική εκστρατεία στις πλημμυρισμένες περιοχές, όμως οι πολίτες είχαν άλλη άποψη. Τον ένιωσαν κοντά τους, όταν χρειάζοταν να νιώσουν σίγουροι ότι το κράτος θα τους βοηθήσει.
Ο τελικός απολογισμός κατέγραψε μόνο στη Γερμανία 20 νεκρούς και 110 τραυματίες, άφησε 100.000 ανθρώπους δίχως στέγη, 61 σχολεία και 30 κρατικές δομές κατεστραμμένες και συνολική ζημιά 6.2 δισ. ευρώ. Ένα μήνα μετά, στις 22/9/2002, o Schröder ανέτρεψε τη διαφορά και οριακά επανεξελέγη Καγκελάριος της Γερμανίας.
- Μετά την κρίση της 11ης Σεπτεμβρίου, τα χιλιάδες θύματα και τις δημόσιες υπόνοιες πως η CIA ενώ είχε στοιχεία, δε μπόρεσε να αποτρέψει το χτύπημα στους δίδυμους πύργους, δύο πολιτικοί αύξησαν τη δημοτικότητα τους στο ζενίθ. Ο ένας ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο για τους αναλυτές να είναι ο George W. Bush, ως σύμβολο μιας χώρας που συσπειρώθηκε γύρω του, ως ένα ζωντανό σύμβολο ενότητας (rally round the flag phenomenon).
Ο άλλος όμως, ήταν ο Δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Rudolf Giuliani. Ο Giuliani, από την πρώτη στιγμή της τραγωδίας βρέθηκε στους δρόμους και τα νοσοκομεία της πόλης, πετυχαίνοντας να γίνει το πρόσωπο που πάνω του αντανακλώνταν ολόκληρη η κρατική υποδομή, τις ημέρες που ακολούθησαν την κρίση. Ήταν τέτοια η δημοφιλία του, που το Time τον χαρακτήρισε πρόσωπο της χρονιάς, χαρακτηρίστηκε ως «America’s mayor”, ενώ η στήριξη του κόσμου τον οδήγησε μέχρι τους προκριματικούς για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για το Λευκό Οίκο.
- Αντίθετη από την πορεία των δύο παραπάνω, ήταν η πορεία του Ισπανού Πρωθυπουργού Jose Maria Aznar. Ο Aznar, ηγούνταν του κεντροδεξιού Partido Popular, το οποίο είχε σαφές προβάδισμα 4-7 μονάδων, ενόψει των εθνικών εκλογών της 14ης Μαρτίου 2004. Τρεις ημέρες νωρίτερα, μόλις την Πέμπτη 11 Μαρτίου, οι Ισπανοί ξύπνησαν από ένα θλιβερό γεγονός. Τέσσερις βόμβες εξερράγησαν σε πολυσύχναστα σημεία του σιδηροδρομικού δικτύου της Μαδρίτης, σκοτώντας 191 ανθρώπους και τραυματίζοντας 1.840.
Παρά το γενικό χάος, οι συνεργάτες του Ισπανού Πρωθυπουργού τον έπεισαν να κατηγορήσει τη βασκική ένοπλη οργάνωση ΕΤΑ ως οργανωτή των επιθέσεων, σε μια προσπάθεια να τονώσει τα εκλογικά του ποσοστά και να αποφύγει οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για το γεγονός. Λίγες ώρες αργότερα, αποκαλύφθηκε μήνυμα των βομβιστών, με το οποίο έγινε ξεκάθαρο πως ήταν αραβικής καταγωγής και στόχος τους ήταν να προκαλέσουν αντίποινα για την επιλογή της Ισπανίας να συμμετέχει στην εισβολή στο Ιράκ.
Το αφήγημα της Κυβέρνησης Aznar, είχε καταρρεύσει, τα ψέμματα των κυβερνητικών στελεχών, προκειμένου να συγκαλύψουν την πραγματική αιτία αποκαλύφθηκαν και μέσα σε μία ημέρα όλα τα εκλογικά κέντρα του κυβερνώντος κόμματος κατακλύστηκαν από διαδηλωτές. Το εκλογικό αποτέλεσμα μέσα σε μόλις 2,5 ημέρες, ήταν καταστροφικό για το ισπανικό κεντροδεξιό κόμμα, του οποίου τα ποσοστά υπέστησαν συντριπτική καθίζηση.
Τι θέλουν οι πολίτες
Μέσα από αυτές τις τρεις αυτές περιπτώσεις, γίνεται ξεκάθαρο πως οι πολίτες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης επιβραβεύουν, όποιον νιώθουν δίπλα τους. Όποιον στέκεται ειλικρινής πλάι στα συντρίμμια, παρά τις αστοχίες και τα λάθη. «Είμαστε εδώ, ανακτούμε τον έλεγχο και προσπαθούμε να μετριάσουμε την καταστροφή. Οι ευθύνες θα αποδοθούν άμεσα σε όσους ανήκουν». Αυτό θέλουν να ακούσουν από οποιοδήποτε αξιωματούχο.
Την ώρα του κινδύνου και του πανικού, αυτό που έχει ανάγκη ο άνθρωπος είναι να νιώσει σίγουρος και ασφαλής. Ότι δεν είναι αφημένος στο έλεος του Θεού, αλλά κάποιος σκέφτεται για τη ζωή του. Και στη συνέχεια θέλει από τον ηγέτη να τον δει, να πάρει κουράγιο, να ξεσπάσει τον πόνο του και να ακούσει πως θα τον βοηθήσει να συνέλθει. Αν όμως, του πεις ψέμματα, αναζητήσεις φαντασιακούς «αυθαίρετους» εχθρούς, τότε νομοτελειακά έχεις τελειώσει.
Ηγέτης σημαίνει ευθύνη
Ο Αλέξης Τσίπρας, κατατάσσεται στη δεύτερη περίπτωση πια. Δεν προέβλεψε την καταστροφή με τις πολιτικές του. Δε διαχειρίστηκε σωστά την κρίση με το μηχανισμό του οποίου ηγείται. Δεν ήταν εκεί. Δεν αναζήτησε ευθύνες. Δε χρησιμοποίησε το «παράθυρο ευκαιρίας», για να διορθώσει στρεβλώσεις και να δείξει ότι μαθαίνει από τα λάθη. Με λίγα λόγια φοβήθηκε την ευθύνη.
Ανάμεσα στο ρόλο του ήρωα των πολιτών που θα μπορούσε να κερδίσει, κατέληξε αποδιοπομπαίος τράγος. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Οι λαϊκιστές πάντοτε μιλούν για τις ευθύνες των άλλων, αλλά ποτέ δεν αναλαμβάνουν τη δική τους ευθύνη για να κάνουν τα πράγματα διαφορετικά. Αυτό είναι το μέτρο τους.
*Ο Νίκος Λυσιγάκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων