*της Άγκαθα Καρρά 

Την περίοδο που διανύουμε, έχει τεθεί μεταξύ άλλων στο επίκεντρο του διαλόγου στην ευρωπαϊκή και στην εθνική δημόσια σφαίρα, το ζήτημα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδίως της αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προσδοκίες από την ΕΕ είναι ιδιαίτερα υψηλές για αυτόν τον τομέα, δεδομένου ότι η πλήρης προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η δημοκρατία και το Κράτος δικαίου, συγκροτούν το τρίπτυχο των θεμελιωδών ευρωπαϊκών αξιών, που της προσδίδουν προστιθέμενη αξία, καθώς και μια ξεχωριστή θέση στο διεθνές περιβάλλον.

Τα τελευταία 20 χρόνια η ευρωπαϊκή πολιτική έχει αποκτήσει ένα διακριτό δικαιωματικό πλαίσιο. Ειδικότερα φέτος συμπληρώνονται 10 χρόνια, από την ουσιαστική θέση σε ισχύ του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος απέκτησε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας πλήρη νομική δεσμευτικότητα. Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της Συνθήκης, είναι το ποιοτικό άλμα που επήλθε στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού προσδόθηκε στο Χάρτη το ίδιο νομικό κύρος με το κείμενο της Συνθήκης.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το κείμενο του Χάρτη, που κατοχυρώνει για πρώτη φορά με ενιαίο τρόπο τα ελάχιστα όρια προστασίας των θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, έχει αυξημένη νομική ισχύ, σε σχέση με κάθε άλλη διάταξη νόμου, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Προστατεύονται ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, όπως δικαίωμα στη ζωή, αξιοπρέπεια, ισότητα, ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κ.α. Επιπλέον ο Χάρτης εγγυάται μια κοινωνία ανοικτή και ελεύθερη, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, κατοχυρώνοντας βασικά συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα, με χαρακτηριστικότερα το δικαίωμα στην υγεία, στην παιδεία και στην κοινωνική προστασία.

Στο πλαίσιο του σεβασμού της αρχής της καθολικότητας, τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στον Χάρτη ισχύουν, ως επί το πλείστον, για κάθε άτομο που βρίσκεται στην επικράτεια κράτους-μέλους της ΕΕ, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του ή του τόπου διαμονής του.

Ενώ όμως η διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων επιτυγχάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, πολλά βήματα πρέπει ακόμη να γίνουν για την πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων από όλους τους πολίτες.

Δεν αρκεί τα κράτη να μην εμποδίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, αλλά πρέπει να δημιουργούν και τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την καθολική απόλαυση τους, έτσι ώστε όλοι να ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και να τους παρέχονται ίσες ευκαιρίες.

Στην ΕΕ οι κοινωνικές ανισότητες διαρθρώνονται σε δύο επίπεδα. Υπάρχει η κάθετη διάκριση, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης, (Βορράς – Νότος, Αν. Ευρώπη – Δ. Ευρώπη) και η οριζόντια διάκριση, ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των πολιτών. Σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση βρίσκονται οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως άνεργοι, άτομα με αναπηρία, πρώην τοξικοεξαρτημένοι, πρόσφυγες και μετανάστες, άτομα ΛΟΑΤΚI και γενικά όσοι διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας.

Η ΕΕ οφείλει μέσα στην επόμενη θητεία των θεσμικών της οργάνων, να λάβει τις αναγκαίες νομοθετικές και στρατηγικές πρωτοβουλίες και να υλοποιήσει τις απαιτούμενες πολιτικές, έτσι ώστε να αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες και να ενταχθεί το σύνολο των πολιτών ισότιμα στον κοινωνικό ιστό.

Κομβικό ρόλο προς την ως άνω κατεύθυνση διαδραματίζει ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων, με τον οποίο προστατεύονται δικαιώματα όπως, το δικαίωμα για δίκαιες αμοιβές, το δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης, η ισότητα των φύλων, το δικαίωμα πρόσβασης στη δια βίου μάθηση και το δικαίωμα εναρμόνισης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Πρόκειται για ένα προοδευτικό κείμενο, που αποσκοπεί στην οικοδόμηση μιας δίκαιης Ευρώπης, χωρίς αποκλεισμούς.

Το πρόβλημα όμως έγκειται στο ότι δεν παράγει έννομες συνέπειες, αφού αποτελεί ένα κείμενο διακηρυκτικού χαρακτήρα, του οποίου η εφαρμογή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

Πρέπει να καταστεί σαφές προς όλα τις κατευθύνσεις ότι η κατοχύρωση των δικαιωμάτων έχει νόημα, μόνο όταν οι φορείς τους μπορούν να τα ασκήσουν και να επωφεληθούν από αυτά.

Ενόψει της ανωτέρω προβληματικής, καταλήγει κάποιος στο συμπέρασμα, ότι τα βασικά θεσμικά εργαλεία υπάρχουν και πλέον χρειάζεται η πολιτική βούληση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για κατάρτιση προγραμμάτων δράσης στη βάση του καθολικού σχεδιασμού, της αλληλεγγύης και της ορθολογικής διαχείρισης των πόρων, προκειμένου να μεγιστοποιούνται τα οφέλη για όλους τους πολίτες.

Η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία συνθέτουν ένα αδιάσπαστο δίπολο, για μια νέα ανθρωποκεντρική Ευρώπη, εντός της οποίας δε θα έχει θέση ο λαϊκισμός και ο ευρωσκεπτικισμός κάθε  μορφής και απόχρωσης.

*Η Άγκαθα Καρρά είναι δικηγόρος με Master στο ευρωπαϊκό δίκαιο και πολιτική και στο αστικό δίκαιο. Είναι μέλος της εκτελεστικής Γραμματείας της Εθνικής Ομοσπονδίας Τυφλών και Αναπληρώτρια Γραμματέας του Πανελληνίου Συνδέσμου Τυφλών, με αρμοδιότητα μεταξύ άλλων τις διεθνείς σχέσεις των ως άνω φορέων.