Το 21.2% των Ελλήνων σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2016, ζει σε συνθήκες φτώχειας. Το 35.6% των Ελλήνων, αισθάνονται κοινωνικά αποκλεισμένοι.
Προφανώς, την αλήθεια των αριθμών, την γνωρίζουμε καλύτερα μέσα από την καθημερινότητα μας. Πολιτική άλλωστε, δεν είναι μόνο αριθμοί. Είναι η ικανότητα να υπερβαίνεις τις ιδέες σου για να ευημερούν οι άνθρωποι, αντί να χρησιμοποιείς την ιδεολογία ως ανάχωμα στις μεταρρυθμίσεις, όπως έχουμε τελευταία συνηθίσει.
Είναι η στιγμή λοιπόν, να μιλήσουμε για μας, για τη γενιά μας, για τους φίλους μας. Για όλους αυτούς που δε μπορούμε να δούμε, επειδή τα τελευταία χρόνια έφυγαν στο εξωτερικό. Για όλους εκείνους που δε μπόρεσαν να φύγουν, και σήμερα έχουν δουλειές των 300 και των 400 ευρώ. Υποτίθεται για να δουλεύουν υποτίθεται 4ωρα, αλλά που στην πραγματικότητα να δουλεύουν 6ώρα ή 8ωρα χωρίς ρεπό και αργίες.
Γι’ όσους αναγκάζονται να μένουν με τους γονείς τους, δε μπορούν να κάνουν οικογένεια, δε μπορούν να πάνε διακοπές ή δεν έχουν για επαρκή θέρμανση.
Για αυτούς που δουλεύουν σκληρότερα από ποτέ, αλλά στην πραγματικότητα παραμένουν φτωχοί. Φτωχοί και θυμωμένοι γιατί δε μπορούν να κάνουν όνειρα. Και ο θυμός, εξελίσσεται σε κανιβαλισμό μεταξύ των γενεών και κοινωνικών ομάδων. Και καταλήγει, σε αποστροφή για την πολιτική και σε ορισμένες περιπτώσεις, αποστροφή ακόμα και για την ίδια τη Δημοκρατία.
Φτάσαμε όμως ως εδώ, γιατί δεν κοιταχτήκαμε ποτέ στον καθρέφτη. Γιατί ποτέ δεν αποδεχτήκαμε πως οι λάθος πολιτικές μας έφεραν την κρίση και όχι τα Μνημόνια.
Ας μιλήσουμε ειλικρινά. Οι γονείς της δικής μας γενιάς, προσκύνησαν τον κρατισμό, την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη γινόταν φιλελεύθερη, διότι γοητεύτηκαν από τις παροχές και τη μονιμότητα του. Ο κρατισμός όμως, έχει τη βάση του στο φόβο. Καθετί που του φαίνεται άγνωστο, το ρυθμίζει. Καθετί που δεν το καταλαβαίνει, το ευνουχίζει. Καταλήγοντας έτσι, ο κρατισμός, να περιορίζει την αυτονομία του ίδιου του ατόμου και να αυξάνει την εξάρτηση του από την κρατική ελεημοσύνη.
Λέει όμως ο Περικλής στον Επιτάφιο, πως ντροπή δεν είναι να παραδέχεται κανείς τη φτώχεια του. Ντροπή είναι να μην πασχίζει με τη δουλειά του να βγει από τη φτώχεια του.
Για να μπορεί όμως κάποιος να διεκδικήσει μια δουλειά, πρέπει το κράτος να του προσφέρει την ελευθερία να έχει. Αλλά η σημερινή Κυβέρνηση, μισεί την ελευθερία. Απεχθάνεται το δικαίωμα ενός ανθρώπου να χαράξει ο ίδιος τη μοίρα του και να ξεφύγει από την κρατική εξάρτηση.
Λέγαμε κάποτε, με θαυμασμό «αυτός κάνει δυο δουλειές για να ζήσει την οικογένεια του» ή «να σπουδάσει τα παιδιά του». Πλέον η νόμιμη δεύτερη δουλειά, είναι σχεδόν απαγορευμένη και σίγουρα φορολογικά δυσβάσταχτη.
Αυτή είναι η αλήθεια.
Ο κρατισμός είναι η μήτρα όλων των ανισοτήτων και γι’ αυτό πρέπει να τον πολεμήσουμε. Είναι η αιτία της διεύρυνσης τους, και της δημιουργίας αισθήματος μη Δικαιοσύνης εις βάρος κυρίως των ασθενέστερων και των επόμενων γενεών.
Η γενιά των γονέων μας, η γενιά αυτών που τα παιδιά τους σήμερα παλεύουν για 400 ευρώ, αύξησαν υπέρμετρα τις δημόσιες δαπάνες, και με τα λεφτά των φορολογουμένων επιδότησαν σπατάλες. Αξιοποίησαν προς όφελός της τους υπάρχοντες πόρους αλλά και εντελώς εγωκεντρικά, «καταχράστηκαν» και αυτούς που ανήκαν στις επόμενες γενιές.
Και όλα αυτά, μέσα σε μια κοινωνική συναίνεση σπατάλης, σχεδόν πέρα από πρόσωπα και κυβερνήσεις. Όμως όπως συνειδητοποιήσαμε πια, δεν υπάρχει τίποτε στη ζωή, που να είναι τζάμπα. Κι ό,τι δεν το πληρώνει η μια γενιά θα το πληρώσει η άλλη με τόκο.
Πρέπει να κάνουμε τα πάντα, ώστε όλοι να μπορούν να καρπώνονται το προϊόν του κόπου τους και να έχουν το δικαίωμα να αλλάξουν τη μοίρα τους.
Γιατί όταν οι πολίτες δε νιώθουν, ότι μπορούν με τη δουλειά τους να αλλάξουν τη μοίρα τους, τόσο θυμώνουν και θα εκφράζουν την αντίδραση τους μέσα αυτό που τα τελευταία χρόνια υποκριτικά αποκαλούμε αντισυστημικότητα. Στην ουσία όμως, δεν είναι τίποτε άλλο, από την αντίδραση εκείνων που νιώθουν αδικημένοι. Και η Ελλάδα δυστυχώς, βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες χώρες που αδικούν τους νέους.
Σύμφωνα με μια μελέτη που διάβασα πρόσφατα, για κάθε 1 ευρώ που το ελληνικό κράτος κατανέμει στους νέους μέσα από δαπάνες για καλύτερη εκπαίδευση, έρευνα, κατάρτιση και επιχειρηματικότητα, δίνει στους μεγαλύτερους 7 ευρώ για συντάξεις και επιδόματα. Και απόλυτα ακριβή να μην είναι τα στοιχεία, πάλι δίνουν μια γενική εικόνα. Όπως αντιλαμβάνεστε, έτσι δε μπορεί να υπάρχει μέλλον.
Με κάθε μέσο και με κάθε κόστος οφείλουμε να προτάξουμε την απελευθέρωση της οικονομίας ως αντίδοτο στη σημερινή ύπαρξη των ανισοτήτων. Δε μπορεί να υπάρξει Ελλάδα των ευκαιριών, αν δεν υπάρξει οικονομική ελευθερία. Γιατί δίχως οικονομική ελευθερία, δε μπορεί να υπάρξει πλούτος. Και δίχως πλούτο, δε μπορούν να αμβλυνθούν οι ανισότητες.
Οι πλούσιοι θα γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί θα πολλαπλασιάζονται και θα γίνονται φτωχότεροι. Η Ελλάδα των ευκαιριών συνεπώς, ταυτίζεται με μια Ελλάδα οικονομικά ελεύθερη.
Συμβολικά αν θέλετε, πρέπει να σταματήσουμε την επιδότηση της ανεργίας και μέσα από την κατάρτιση να περάσουμε μόνο στην επιδότηση της απασχόλησης.
Αν θέλεις να κάνεις τη ζωή ενός ανθρώπου καλύτερη, αντί να του δώσεις χαρτζιλίκι 400 ευρώ τα Χριστούγεννα, βρες του μια δουλειά. Δημιούργησε τις συνθήκες για να ανοίξουν περισσότερες δουλειές.
Αυτή είναι η πραγματική αλληλεγγύη. Και από μια τέτοιου είδους αλληλεγγύη αποτελείται η Ελλάδα, που εγώ στα 32 μου χρόνια, ονειρεύομαι. Και αυτός είναι ο λόγος που επιμένω να ασχολούμαι με την πολιτική, την εποχή του «όλοι ίδιοι είναι». Για να μιλάω για μια τέτοια αντίληψη και να εκπροσωπώ στο βαθμό που μπορώ, μια γενιά έχει θυμώσει.
*Ο Νίκος Λυσιγάκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων