Θυμάμαι τους συμπατριώτες μου τη δεκαετία του ΄80 και του ΄90. Κάποιοι από αυτούς χαρακτηρίζονταν νεόπλουτοι. Ήταν άνθρωποι που ξαφνικά σε μία φάση της ζωής τους με τη βοήθεια της τύχης και της δουλειάς τους κατόρθωσαν να βγάλουν πολλά χρήματα. Απέκτησαν σπίτι και εξοχικό, ακριβά αυτοκίνητα, διακοπές στο εξωτερικό, ντύνονταν με ακριβά ρούχα και διήγαγαν πολυτελή βίο. Κάποιοι από αυτούς είχαν ύφος μπλαζέ και απέκτησαν την ετικέτα «νεόπλουτος». Το σχόλιο έκρυβε ίσως και ένα φθόνο για τον γρήγορο πλουτισμό τους που δεν ενσωματώθηκε συνειδητά  με αποτέλεσμα να έχουν πολλές φορές μια ξιπασμένη συμπεριφορά.

Τα χρόνια πέρασαν, τα χρήματα έβγαιναν εύκολα για κάποιους, δάνεια από τις τράπεζες δίνονταν απλόχερα, τα καρότσια στα σουπερμάρκετ ξεχείλιζαν και κανείς δεν έβλεπε ότι κάποτε όλη αυτή η ευχέρεια θα οδηγούσε σε μια πολύ πικρή, εντελώς αντίθετη κοινωνική πραγματικότητα. Οι νεόπλουτοι σιγά σιγά έδιναν τη θέση τους σε πολλούς, εκατοντάδες, σήμερα χιλιάδες νεόπτωχους συμπατριώτες μας.

Οι «νεόπτωχοι» δεν είμαστε πλέον ξιπασμένοι, είμαστε άνθρωποι που μεγαλώσαμε ίσως με κάποια ευκολία. Κάποιοι από εμάς όμως  γνώρισαν την οικονομική άνεση μόνο με τη μεταπολίτευση. Σήμερα, όλοι αναγκαζόμαστε να βιώσουμε τη στέρηση και τα επακόλουθα της.

Οι συνέπειες της νέο-πτώχευσης μας είναι βαριές τόσο στην πρακτική καθημερινότητα μας όσο και στην ψυχολογία μας. Το φάσμα της κατάστασης αυτής είναι ακόμη ευρύ. Κάποιοι βιώνουν την απόλυτη ένδεια. Δεν έχουν καθόλου χρήματα, για να αγοράζουν τα απαραίτητα για αυτούς και τις οικογένειες τους. Έχουν μείνει χωρίς δουλειά  μετά από χρόνια εργασίας και δεν έχουν καταφέρει να συγκεντρώσουν τα ένσημα για τη συνταξιοδότηση τους. Άλλοι έχουν χάσει τα σπίτια τους ή έχουν εκδιωχθεί από τις οικίες που ενοικίαζαν, αφού πλέον δε δύνανται τα καταβάλλουν το μίσθωμα. Αρκετοί ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν κλείσει τις επιχειρήσεις τους και έχουν καταχρεωθεί στο δημόσιο και σε ιδιώτες. Πολλές ιστορίες νέο-πτώχευσης προβάλλονται καθημερινά από τα ΜΜΕ. Όλοι τις ξέρουμε. Άλλωστε, οι περισσότεροι είμαστε θύματα αυτής της κατάστασης.

Οι επιπτώσεις στην ψυχολογία του νεόπτωχου είναι ακόμη πιο σημαντικές. Δεν είναι λίγοι αυτοί που από την κατάθλιψη επέλεξαν την αυτοχειρία. Οι περισσότεροι όμως βιώνουμε την απελπισία καθημερινά, υπομονετικά, άβουλα, παθητικά, χωρίς αντίδραση καμιά. Πλέον αγοράζουμε καταναλωτικά αγαθά πολύ προσεκτικά. Πηγαίνουμε στο σουπερμάρκετ αφού διαβάσουμε όλες τις προσφορές και μετράμε το κάθε ευρώ που ξοδεύουμε. Όσοι μπορούμε να το κάνουμε κι αυτό στεναχωριόμαστε αλλά ξέρουμε ότι υπάρχουν συνάνθρωποι σε δυσκολότερη θέση…

Πολλοί  πίστευαν ότι θα ψήφιζαν την Αριστερά και όλα θα άλλαζαν προς το καλύτερο. Η πραγματικότητα όμως τους διέψευσε. Οι νεόπτωχοι αυξήθηκαν. Η υπέρμετρη φορολογία δεν δολοφόνησε μόνο την οικονομία αλλά και την αγοραστική ικανότητα όλων των μεσοαστών και μικροαστών. Τα συσσίτια και οι άστεγοι πολλαπλασιάστηκαν. Οι νέοι έφυγαν στο εξωτερικό.

Οι συνταξιούχοι υποφέρουν.  Τους τελευταίους μήνες αντικρίζεις συμπολίτες μας να κοιμούνται στα παγωμένα πλακάκια της Ερμού και του ιστορικού κέντρου.

Χειρότερο όμως από όλα είναι ο φόβος. Η απελπισία της ανέχειας σου δημιουργεί δέος για το αύριο. Ο τρόμος για ό,τι άλλο μπορεί να συμβεί, για τα παιδιά μας που μπορεί να μην έχουν ούτε τα απαραίτητα, η αίσθηση ότι το κράτος είναι ανήμπορο να βοηθήσει τον πολίτη, η οικονομική αδυναμία που γίνεται θηλιά και σε πνίγει… Όλα αυτά ένα βαρύ αίσθημα στην καρδιά μας που ματώνει.

*Η Στέλλα Αλιγιζάκη είναι Κοινωνιολόγος