To 1994 800.000 άνθρωπο δολοφονήθηκαν στη Ρουάντα μέσα σε 100 μέρες, δηλαδή το 20% του πληθυσμού της χώρας. Οι 3 αυτοί μήνες έχουν μείνει στην ιστορία ως η γενοκτονία των Τούτσι.

Οι συνθήκες βίας που επικράτησαν δεν χωρούν εύκολα στον ανθρώπινο νου. Ομάδες κρούσης των Χούτου έκαιγαν εκκλησίες με εκατοντάδες Τούτσι στο εσωτερικό τους. Δρεπανηφόροι εκτελεστές έμπαιναν σε σπίτια σφάζοντας παιδιά και ηλικιωμένους. Εκατοντάδες ομαδικοί τάφοι ανοίχτηκαν απ’ άκρου εις άκρον της χώρας για την ταφή των θυμάτων.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που μεσολάβησε από τις σφαγές στη Ρουάντα, η διεθνής κοινότητα αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως παρέμεινε θεατής απέναντι στα φριχτά γεγονότα. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών δήλωσε στην ομιλία του πως ακόμη και μία γενιά μετά, η ντροπή για τη μη αποτροπή της γενοκτονίας του 1994 εξακολουθεί να βαραίνει τα Ηνωμένα Έθνη: «Μπορούσαμε και έπρεπε να κάνουμε περισσότερα. Οι κυανόκρανοι αποσύρθηκαν από τη Ρουάντα τη στιγμή που χρειάζονταν περισσότερο», αναφερόμενος στην απόσυρση 2.500 ανδρών που είχαν αποσταλεί στη χώρα στα μέσα Απριλίου του 1994, όταν οι πιο αποτρόπαιες σφαγές είχαν ήδη ξεκινήσει από τις 7 Απριλίου.

Στις 7 Απριλίου 1994, μία ημέρα μετά την κατάρριψη του ιδιωτικού αεροπλάνου του προέδρου της χώρας Ζιβενάλ Χαμπιαριμάνα, εξτρεμιστές της φυλής των Χούτου ξεκίνησαν μια πρωτοφανή συστηματική αιματηρή εκστρατεία εξόντωσης της κοινότητας των Τούτσι, όπως και των πολιτικών τους αντιπάλων, ανεξαρτήτως της εθνοτικής τους ταυτότητας.

Το 85% των κατοίκων της Ρουάντα ανήκουν στη φυλή των Χούτου, ωστόσο για πολλά χρόνια η μειοψηφία των Τούτσι κυριαρχούσε στη χώρα. Το 1959 οι Χούτου ανέτρεψαν τη μοναρχία των Τούτσι και δεκάδες χιλιάδες Τούτσι κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ουγκάντα.