Οι φτωχότερες χώρες φιλοξενούν την πλειοψηφία των αναγκαστικά εκτοπισμένων

Σύμφωνα με νέα έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), οι συρράξεις, οι διώξεις και η βία έχουν οδηγήσει στον επιπλέον εκτοπισμό τουλάχιστον 3,2 εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα στους πρώτους έξι μήνες του περασμένου έτους. Ταυτόχρονα, οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος ήταν αυτές που έπαιξαν τον μεγαλύτερο ρόλο στην υποδοχή των εκτοπισμένων όλου του κόσμου.

Όπως καταδεικνύει η έκθεση της Υ.Α. για τις Τάσεις Α’ Εξαμήνου 2016, 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν μέσα στην ίδια τους τη χώρα κατά την περίοδο αυτή, ενώ 1,5 εκατομμύρια διέσχισαν διεθνή σύνορα.

Ενώ ο αριθμός των νέων εκτοπισμένων ήταν κατά ένα τρίτο χαμηλότερος απ’ ό,τι την ίδια περίοδο το 2015, όταν εκτοπίστηκαν για πρώτη φορά 5 εκατομμύρια άνθρωποι, ο συνολικός αριθμός σε παγκόσμιο επίπεδο συνέχισε να αυξάνεται. Η προοπτική να επιστρέψουν οι εκτοπισμένοι στα σπίτια τους παρέμεινε πολύ μικρή καθώς οι πόλεμοι εντείνονταν.

Πάνω από τους μισούς νέους πρόσφυγες το πρώτο εξάμηνο του 2016 τράπηκαν σε φυγή λόγω του πολέμου στη Συρία, με τους περισσότερους να παραμένουν στην ευρύτερη περιοχή – στην Τουρκία, την Ιορδανία, το Λίβανο και την Αίγυπτο. Άλλες πολυπληθείς ομάδες έφυγαν από το Ιράκ, το Μπουρούντι, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Ερυθραία, τη Σομαλία, το Νότιο Σουδάν και το Σουδάν.

Ποιες είναι οι χώρες που φιλοξενούν την πλειοψηφία των προσφύγων;

Αν και μικρότερη σε κλίμακα από την κρίση της Συρίας, η προσφυγική κατάσταση στο Νότιο Σουδάν συνεχίζει να επιδεινώνεται και να επηρεάζει ορισμένες από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες παγκοσμίως – μεταξύ άλλων το Σουδάν, την Ουγκάντα, την Κένυα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και την Αιθιοπία. Στα μέσα του 2016, υπήρχαν συνολικά 854.200 πρόσφυγες από το Νότιο Σουδάν, αριθμός που αντιστοιχεί σε οχταπλάσια αύξηση μέσα σε τρία χρόνια. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κι άλλο στο δεύτερο εξάμηνο του 2016.

Από όλες τις χώρες, η Τουρκία πρόσφερε καταφύγιο στον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων, φιλοξενώντας 2,8 εκατομμύρια ως τα μέσα του 2016. Ακολουθούν το Πακιστάν (1,6 εκατ.), ο Λίβανος (1 εκατ.), το Ιράν (978.000), η Αιθιοπία (742.700), η Ιορδανία (691.800), η Κένυα (523.500), η Ουγκάντα (512.600), η Γερμανία (478.600) και το Τσαντ (386.100).

“Σήμερα έχουμε να αντιμετωπίσουμε όχι τόσο μια κρίση αριθμών, αλλά μια κρίση συνεργασίας και αλληλεγγύης – ιδίως δεδομένου ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες μένουν σε χώρες που γειτονεύουν με τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο πατρίδες τους”, δήλωσε ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Filippo Grandi.

Σχετική εικόνα

Συγκρίνοντας τον αριθμό των προσφύγων με το μέγεθος του πληθυσμού ή την οικονομία μιας χώρας, η έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας αναδεικνύει τη συνεισφορά των χωρών υποδοχής. Για παράδειγμα, σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού τους, ο Λίβανος και η Ιορδανία φιλοξενούν τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων, ενώ από πλευράς οικονομικής κατάστασης (ΑΕΠ) το μεγαλύτερο βάρος φέρουν το Νότιο Σουδάν και το Τσαντ.

Σύμφωνα με το κριτήριο αναλογίας του ΑΕΠ με τον αριθμό των προσφύγων, οι οχτώ από τις δέκα βασικές χώρες υποδοχής προσφύγων βρίσκονται στην Αφρική, με τις τελευταίες δύο να βρίσκονται στη Μέση Ανατολή. Ο Λίβανος και η Ιορδανία βρίσκονται στις δέκα πρώτες χώρες υποδοχής προσφύγων σε όλες τις κατηγορίες – από πλευράς απόλυτων αριθμών, οικονομικής συνεισφοράς και κατά κεφαλήν εισοδήματος.

Στα μέσα του 2016, οι Σύροι εξακολουθούσαν να είναι η μεγαλύτερη προσφυγική ομάδα παγκοσμίως, αντιστοιχώντας στο 32% (5,3 εκατ. από 16,5 εκατ.) του παγκόσμιου συνόλου υπό την εντολή της Ύπατης Αρμοστείας.

Ένα άλλο σημαντικό εύρημα στην έκθεση της Υ.Α. είναι ότι αυξήθηκαν τα αιτήματα για επανεγκατάσταση, που αντικατοπτρίζει μια αύξηση στις θέσεις που έχουν χορηγηθεί στο πρόγραμμα από όλο και περισσότερες χώρες. Πάνω από 81.100 αιτήματα για επανεγκατάσταση υποβλήθηκαν σε 34 χώρες το πρώτο εξάμηνο του 2016, με το συνολικό ετήσιο αριθμό να φτάνει τις 160.000. Είναι το υψηλότερο νούμερο που έχει σημειωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, και πάνω από διπλάσιο σε σχέση με το 2012.