Στη Διεθνή Εκστρατεία για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων (ICAN) απονεμήθηκε το φετινό Νομπέλ Ειρήνης.
Η επικεφαλής της νορβηγικής επιτροπής των βραβείων, Berit Reiss-Andersen δήλωσε ότι το βραβείο αποτελεί αναγνώριση για το έργο του συνασπισμού να «τραβήξει την προσοχή στις καταστροφικές για την ανθρωπότητα συνέπειες της χρήσης πυρηνικών όπλων αλλά και στις πρωτοποριακές της προσπάθειες να πετύχει την υπογραφή μίας συνθήκης για την απαγόρευση τέτοιου είδους όπλων».
Η ICAN αυτοχαρακτηρίζεται ένας συνασπισμός μη κυβερνητικών οργανώσεων βάσης σε περισσότερες από 100 χώρες. Δημιουργήθηκε στην Αυστραλία και εγκαινιάσθηκε επισήμως το 2007 στη Βιέννη. Τον Ιούλιο, 122 χώρες υιοθέτησαν τη Συνθήκη του ΟΗΕ για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων, όμως κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Βρετανία και η Γαλλία, παρέμειναν εκτός των συνομιλιών. «Ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι ήταν για πολύ καιρό», πρόσθεσε η Andersen. «Ορισμένες χώρες εκσυγχρονίζουν τα πυρηνικά οπλοστάσιά τους και ο κίνδυνος να προμηθευτούν περισσότερες χώρες πυρηνικά όπλα είναι πραγματικός, όπως δείχνει η Βόρεια Κορέα», πρόσθεσε και κάλεσε τις πυρηνικές δυνάμεις να αρχίσουν «σοβαρές διαπραγματεύσεις» για να εξαλείψουν το οπλοστάσιό τους. Η επιλογή της επιτροπής των Νόμπελ που ερμηνεύεται προφανώς και ως ένα μήνυμα προς τη Βόρεια Κορέα.