Οι 2.500 απ’ αυτούς απευθύνθηκαν στα συγκεκριμένα νοσοκομεία για χειρουργικά προβλήματα, ενώ σε σχεδόν 100 περιπτώσεις απαιτήθηκαν χειρουργικές παρεμβάσεις με αναισθησιολογική συνδρομή. Νοσηλεύτηκαν περίπου 1.500, εκ των οποίων οι 200 σε χειρουργικές κλινικές
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια στρογγυλού τραπεζιού, με θέμα “Χειρουργικά προβλήματα στους πρόσφυγες: η εμπειρία των νοσοκομείων Μυτιλήνης, Κω, Λέρου, Κιλκίς”, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 30ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Χειρουργικής και Διεθνούς Χειρουργικού Φόρουμ.
Από πλευράς συχνότητας, οι κύριες αιτίες προσέλευσης στα χειρουργικά Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών ήταν οι οξείες παθήσεις της κοιλίας (σκωληκοειδίτιδα, χολοκυστίτιδα, πυελοπεριτονίτιδα, διάτρηση έλκους) και οι τραυματισμοί ως αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού ή διαπροσωπικής βίας (ξυλοδαρμοί, τραυματισμοί από μαχαίρι ή πυροβόλο όπλο).
Πραγματοποιήθηκαν διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις, που κάλυψαν όλο σχεδόν το φάσμα της χειρουργικής πρακτικής, όπως σκωληκοειδεκτομές, χολοκυστεκτομές, συρραφές διάτρησης έλκους, παροχετεύσεις ενδοκοιλιακών αποστημάτων, ερευνητικές λαπαροτομές για την αντιμετώπιση πυελοπεριτονίτιδας, κολεκτομές για την αντιμετώπιση κακοήθειας του παχέος εντέρου, πλαστικές κηλών, ερευνητικές λαπαροτομές για την αντιμετώπιση ενδοκοιλιακών κακώσεων, χειρουργικοί καθαρισμοί τραυμάτων, χειρουργικές αντιμετώπισης κρυοπαγημάτων δακτύλων των άνω και κάτω άκρων και τοποθετήσεις σωλήνων θωρακοστομίας για την αντιμετώπιση τραυματικού πνευμοθώρακα.
Στη διάρκεια του στρογγυλού τραπεζιού αναδείχθηκαν οι διαστάσεις του προβλήματος και οι πιέσεις που δέχονται οι τοπικές υγειονομικές δομές. Οι χειρουργοί που συμμετείχαν περιέγραψαν τις συνθήκες που εργάζονται ως εξαιρετικά δύσκολες, αφού μέσα στην οικονομική κρίση καλούνται να καλύψουν και το επίπονο έργο των ιατρικών αναγκών των προσφύγων, ενός πληθυσμού με ιατρικές αλλά και εθνοτικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, φτάνοντας στα όριά τους.
Οι ομιλητές υπογράμμισαν ότι το πρόβλημα της κάλυψης των χειρουργικών και γενικά των ιατρικών αναγκών των προσφύγων δεν είναι μόνο ιατρικό, αλλά και κοινωνικό, πολιτικό και ηθικό. Επιπλέον επισήμαναν ότι η αβεβαιότητα για το μέλλον και η πιθανότητα νέων κυμάτων προσφυγικών ροών απαιτούν να προετοιμαστούν οι χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα οι χώρες της πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα, παίρνοντας άμεσα μέτρα όχι μόνο για την ομαλή απορρόφηση και διακίνηση των ροών, αλλά και για την ουσιαστική στήριξη και ενίσχυση των εμπλεκόμενων τοπικών υγειονομικών δομών και των υγειονομικών, που έρχονται αντιμέτωποι με τα προβλήματα υγείας των προσφύγων.
Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι: “Το πολύμορφο μωσαϊκό ανθρώπων από διαφορετικές χώρες προέλευσης, οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης και οι υποτυπώδεις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στους προσφυγικούς καταυλισμούς, η μεγάλη αναλογία ευαίσθητων ομάδων όπως γυναίκες σε διάφορα στάδια κύησης και παιδιά, η έλλειψη μεταφραστών και οι δυσκολίες συνεννόησης και επικοινωνίας, η δυσχέρεια συνεργασίας μεταξύ των υγειονομικών δομών και των ιατρείων των ΜΚΟ και η σταδιακή αυξανόμενη συχνότητα περιστατικών διαπροσωπικής βίας μεταξύ των προσφύγων, συνθέτουν το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι υγειονομικοί καλούνται να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα υγείας ενός πληθυσμού με ιδιαιτερότητες και άγνωστες ή ασυνήθεις στις δυτικές χώρες παθήσεις όπως ελονοσία, φυματίωση, δυσεντερίες και HIV, έχοντας παράλληλα κατά νου ότι πολλοί πρόσφυγες είναι θύματα ένοπλης βίας και βασανισμού με περίπλοκες ανάγκες που απαιτούν τη συνδρομή πολλών ειδικοτήτων”.