Εναν περίπου χρόνο μετά την τραγωδία στο Μάτι, ο Κώστας Αρβανίτης άφησε την τελευταία του πνοή στα 70 του χρόνια. Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή ένας φίλος του στο Facebook, ο οποίος παρέθεσε τα λόγια του Αιγύπτιου, που εργαζόταν για τον Κώστα Αρβανίτη, περιγράφοντας τι συνέβη το βράδυ εκείνο στο μάτι. Ο ψαράς μαζί με γυναίκα του Χρύσα, το γιο του Δημήτρη και τον Μεσαφέρ περισυνέλεξαν περίπου 70 ανθρώπους από τη θάλασσα.
Όπως είχε δηλώσει στο tempo24.news ο Αιγύπτιος ψαράς που ήταν μαζί του στο σκάφος, «Εκείνο το βράδυ το αφεντικό μου, ο Κώστας Αρβανίτης, που είναι και ιδιοκτήτης του σκάφους, είχε γενέθλια και μετά τη δουλειά κανονίζαμε να γιορτάσουμε. Ενώ ήμουν σπίτι και ετοιμαζόμουν να βγω για τη γιορτή, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να τα παρατήσω όλα γιατί πρέπει να πάμε να σώσουμε ανθρώπους που πνίγονται. Κατέβηκα γρήγορα και μαζί με τον Κώστα, τον γιο του Δημήτρη και την γυναίκα του Χρύσα βγήκαμε αμέσως στα ανοιχτά γύρω στις 6.30πμ. Ήμασταν το πρώτο καϊκι που βγήκε, πριν ακόμα από το λιμενικό. Ήταν η πιο δύσκολη στιγμή, είχε πάρα πολύ αέρα και όταν πλησιάζαμε στο σημείο με τη φωτιά ο καπνός ήταν τρομερός. Από τον πολύ καπνό δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις που ξεκινάει η θάλασσα. Ήμασταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση αλλά έπρεπε να μπούμε μέσα στο μαύρο καπνό. Μέσα στα επόμενα λίγα λεπτά και μέσα στον πυκνό καπνό αρχίσαμε να βλέπουμε δεξιά και αριστερά ανθρώπους που είχαν μπει στη θάλασσα για να σωθούν από τη φωτιά. Αρχίσαμε να μαζεύουμε κόσμο. Ένας άντρας φώναζε μέσα στο μαύρο καπνό το όνομα της γυναίκας του, Κατερίνα, Κατερίνα… Αμέσως μετά μαζέψαμε ένα ζευγάρι, έριξα σκοινί και σημαδούρα και τους τράβηξα. Λίγο πιο κάτω βρήκαμε κάποιους ηλικιωμένους. Δεν μπορούσαν να δουν την παραλία. Κολυμπούσαν αλλά κόντευαν να πεθάνουν. Αυτοί οι άνθρωποι, μα το θεό, αν δεν ήμασταν εκείνη την ώρα εκεί να τους μαζέψουμε θα χανόντουσαν. Ήταν μέρα και παρόλα αυτά δεν μπορούσες να δεις τίποτα. Δεν μπορούσες να πάρεις αέρα, μαύρα όλα. Εμείς όμως πήγαμε ακόμα πιο μπροστά κοντά στις πέτρες. Ο Δημήτρης, ο γιος του Αρβανίτη, έπεσε στη θάλασσα και με μια μεγάλη σημαδούρα τράβαγε τον κόσμο προς το σκάφος. Εγώ τους ανέβαζα στη βάρκα. Μικρούς, μεγάλους, τους τράβαγα πάνω από την κουπαστή, σαν τα ψάρια. Μεταξύ τους ήταν πολλά μικρά παιδιά και μωρά. Και όλοι μαζί τρομαγμένοι κλαίγανε. Άλλοι μας αγκαλιάζανε, μας φιλούσαν, άλλοι φώναζαν τα ονόματα των δικών τους. Μέσα στα επόμενα λίγα λεπτά μαζέψαμε 24 ανθρώπους από τη θάλασσα και τα βράχια. Τότε ξεκίνησαν να έρχονται κι άλλα καϊκια και το λιμενικό. Πήραμε τα 24 άτομα και τα μεταφέραμε στη Ραφήνα. Αμέσως μετά ξαναγυρίσαμε πάλι αφού ήταν εκατοντάδες εγκλωβισμένοι στις παραλίες. Μας είπαν πως στο Μάτι είχαν εγκλωβιστεί 150 άτομα. Αμέσως μόλις τους αποβιβάσαμε φύγαμε τρέχοντας ξανά πίσω. Είχε νυχτώσει και είχαν έρθει πλέον πάρα πολλές βάρκες. Είχε έρθει και το Λιμενικό που όμως δεν μπορούσε να βγει στο γιαλό, γι’ αυτό και πηγαίναμε εμείς στη παραλία μαζεύαμε τους ανθρώπους και τους πηγαίναμε στο σκάφος του λιμενικού. Μέχρι τις 2 το βράδυ κάναμε συνεχή δρομολόγια. Όταν μας τελείωσε το πετρέλαιο γυρίσαμε πίσω. Όλα πλέον είχαν σχεδόν τελειώσει……».