Γεννήθηκα το 1989 στην Αθήνα. Ως μωρό έμενα στο ίδρυμα «Μητέρα», όπου με είχαν αφήσει οι πραγματικοί μου γονείς. Ποτέ δεν έμαθα ποιοι είναι. Υιοθετήθηκα όταν ήμουν τριών χρόνων. Ο θετός μου πατέρας δούλευε στα διυλιστήρια και η θετή μου μητέρα ως καθαρίστρια σε παιδικούς σταθμούς. Κατοικούσαμε στου Ζωγράφου, όπου και πήγα στο δημοτικό σχολείο. Έπασχα από δυσλεξία και διάσπαση προσοχής. Όταν διάβαζα το βιβλίο, κοιτούσα αλλού. Είχα υποστεί μπούλινγκ από τους συμμαθητές μου. Μου έλεγαν ότι δεν είμαι «κανονικό» παιδί, ότι δεν θα καταφέρω ποτέ κάτι στη ζωή μου. Από την ηλικία των δέκα χρόνων με παρακολουθούσε παιδοψυχίατρος, ο οποίος θεώρησε πως έπρεπε να συνεχίσω σε ειδικό σχολείο, όπου και πήγα μετά το δημοτικό, και συγκεκριμένα στο Τεχνικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο Ειδικής Αγωγής στον Άγιο Δημήτριο.

Οι προσφερόμενες ειδικότητες ήταν της ραπτικής, της ξυλουργικής και εκείνη του υδραυλικού. Μοιραία, επέλεξα αυτή της ραπτικής, παρόλο που ήθελα να ασχοληθώ με την πληροφορική, αλλά δεν υπήρχε σχετική κατεύθυνση. Το ότι δεν συνέχισα σε «κανονικό» σχολείο με είχε ρίξει ψυχολογικά, αισθανόμουν ότι ήμουν ένα μηδενικό. Βέβαια, έμαθα να ράβω από μαξιλαροθήκες μέχρι τραπεζομάντηλα. Όταν μετακομίσαμε με τους γονείς μου στο Κορωπί, συνέχισα στο σχολείο ειδικής αγωγής της πόλης, από όπου και αποφοίτησα, έχοντας ειδικευτεί, επιτέλους, στην πληροφορική. Η αλήθεια είναι πως ήμουν κάπως σκανδαλιάρα ως μαθήτρια. Τις έκανα τις κοπάνες μου, ιδιαίτερα στα μαθηματικά, τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου. Από τα δεκαπέντε μου χρόνια έκανα και στίβο, έτρεχα στα 100 και 200 μέτρα με την ομάδα των Special Olympics.

Είχα κατακτήσει συνολικά 28 μετάλλια. Οι προπονήσεις ήταν καθημερινές και εξαντλητικές, από τη μία το μεσημέρι μέχρι τις επτά το απόγευμα. Παρ’ όλ’ αυτά, με τον αθλητισμό χαλάρωνα, ηρεμούσα, μου έφευγε το άγχος, μου τονωνόταν η αυτοπεποίθηση. Θυμάμαι που ως εθνική ομάδα είχαμε προκριθεί σε κάτι αγώνες στη Βραζιλία, αλλά δεν μπορέσαμε να πάμε γιατί η ομοσπονδία δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα. Μετά την αποφοίτησή μου από σχολείο έψαχνα συνεχώς για εργασία, είτε ως σερβιτόρα είτε σε  κάποια θέση γραμματειακής υποστήριξης, άφηνα συνέχεια βιογραφικά, αλλά δεν με ειδοποιούσε ποτέ κανένας. Είχα αρχίσει να απελπίζομαι. Στα 20 μου, έμεινα έγκυος, είχα αρραβωνιαστεί με ένα παιδί με το οποίο συζούσαμε. Με χτυπούσε και με έβριζε διαρκώς.

Δεν ήθελε να κρατήσω το παιδί, να το μεγαλώσουμε μαζί και, κάποια στιγμή, με εγκατέλειψε. Στον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης, έκανα έκτρωση. Δεν μπορούσα να μεγαλώσω μόνη μου το παιδί. Όταν το έριξα, ένιωσα σαν να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια μου. Με τη μητέρα μου δεν είχα ιδιαίτερη επικοινωνία, δεν με άφηνε να βγαίνω έξω, να κάνω σχέσεις.

Το 2013, ύστερα από έναν τσακωμό μας, έφυγα από το σπίτι. Κοιμόμουν από εδώ και από εκεί, σε φίλες μου, στα παγκάκια. Στο συσσίτιο του Δήμου Αθηναίων γνώρισα και τον μετέπειτα σύζυγό μου, παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο το 2014. Είχε χάσει τη δουλειά του, του είχε πάρει το κρεοπωλείο η τράπεζα. Μέναμε σε μια σκηνή κάτω από μια γέφυρα στο Ρουφ. Ύστερα από λίγους μήνες, έμεινα έγκυος. Η μητέρα μου μού έλεγε να το ρίξω το παιδί, εγώ, όμως, ήμουν αποφασισμένη να το κρατήσω. Γέννησα την κόρη μου, τη Σοφία, το Δεκέμβριο του 2014. Με τη βοήθεια τόσο της δικής μου μητέρας μου όσο και εκείνης του συντρόφου μου, που του έστελνε χρήματα από τη Γερμανία, όπου ήταν μετανάστρια, νοικιάσαμε ένα σπίτι στην πλατεία Βικτωρίας.

Με το σύζυγό μου μαζεύαμε παλιοσίδερα από τα σκουπίδια, τα καθαρίζαμε και τα πουλούσαμε στα παζάρια.

Με τα χρήματα, όμως, που κερδίζαμε δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε το νοίκι, και στις αρχές του 2015 ξαναβρεθήκαμε στο δρόμο. Είχαμε φτιάξει μια παραγκούλα από χαρτόνια και ξύλα στο πάρκο του Ρουφ, που ένας Θεός ξέρει πώς δεν έπεσε να μας πλακώσει. Όταν η κόρη μου ήταν τριών μηνών, η μητέρα μου κινήθηκε δικαστικά ώστε να μου πάρει την επιμέλεια, θεωρώντας ότι ήμουν ανίκανη να τη  μεγαλώσω, κάτι που κατάφερε. Ο πόνος που την έχασα ήταν αβάσταχτος. Στις αρχές του 2016, έπιασα κουβέντα με έναν πωλητή της «σχεδίας» στο Μεταξουργείο, του εξήγησα ότι τα χρήματα που βγάζουμε από τα παζάρια με το σύζυγό μου είναι ελάχιστα και μου συνέστησε να έρθω στη «σχεδία». Όταν πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο, ένιωσα για πρώτη φορά ότι αξίζω. Ύστερα από κάποιο διάστημα, όμως, για λόγους υγείας, έπρεπε να αποχωρήσω από το περιοδικό, πάσχω από αιμορροφιλία, ενώ έπρεπε να φροντίζω και να βοηθάω στο παζάρι και το σύντροφο μου που, λόγω του διαβήτη, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με τα πόδια του και δεν μπορεί να δουλεύει πολλές ώρες.

Στη «σχεδία» επέστρεψα πριν από δύο μήνες. Με τα χρήματα που κερδίζουμε εγώ από το περιοδικό και ο σύζυγός μου από το παζάρι, μπορέσαμε να φύγουμε από την παραγκούλα και να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο σε ένα φθηνό ξενοδοχείο.

Πλέον, δεν χρειάζεται να πηγαίνω σε καφετέριες και να ζητάω από τους εργαζόμενους σε αυτές να με κεράσουν έναν καφέ, μπορώ να τον πληρώσω μόνη μου, όπως και το φαγητό μου, τα φάρμακά μου,  μπορώ πια να αγοράσω ένα παιχνιδάκι στην κόρη μου. Η συγκίνηση και η ευγνωμοσύνη που νιώθω για την αγάπη που μας δείχνει ο κόσμος είναι κάτι το μοναδικό.

Όνειρό μου είναι να νοικιάσω ένα σπιτάκι, να ξανασταθώ στα πόδια μου και να κατορθώσω να βρω μια δουλειά. 

*Η ιστορία της Μαρίας  δημοσιεύεται στην τελευταία σελίδα του τεύχους 70 (Μάιος 2019) του περιοδικού δρόμου σχεδία, που κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης.