Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν εννέα μηνών και ο καθένας έκανε στη συνέχεια δική του οικογένεια. Τον πατέρα μου δεν τον είδα σχεδόν ποτέ. Η πρώτη μας συνάντηση ήταν στα 16 μου, η σχέση μας κράτησε μόλις ένα χρόνο και τον Απρίλιο του ’67, τη βραδιά που ήρθε η χούντα, καθώς ήταν ενεργό μέλος του ΚΚΕ, έφυγε αυτοεξόριστος στον Καναδά. Έκτοτε, δεν έχω νέα του. Μέχρι τα έξι μου με μεγάλωνε η γιαγιά μου. Ο παππούς μου ήταν αξιωματικός του Ναυτικού. Σκοτώθηκε στους τέσσερις πρώτους μήνες του πολέμου.
Τελείωσα το λύκειο και είχα σκοπό να δώσω εξετάσεις να γίνω φιλόλογος. Προετοιμαζόμουν ένα καλοκαίρι ολόκληρο, αλλά τότε με χτύπησε για πρώτη φορά ο καρκίνος στο στήθος. Ήμουν μόλις 21 ετών. Εκεί ανατράπηκε το σύμπαν. Δεν γινόταν να κάνω κάτι άλλο παρά μόνο να κοιτάξω την υγεία μου. Δεν είχα διάθεση και κουράγιο πια να συνεχίσω, όμως έπρεπε κάτι να κάνω. Μια συμμαθήτριά μου μου πρότεινε να γίνω ντίλερ σε καλλυντικά σε μια εταιρεία που ερχόταν τότε στην Ελλάδα. Το δοκίμασα, μέχρι που κάποια στιγμή συνέβη ένα πολύ σοβαρό περιστατικό και σταμάτησα. Έπιασα δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία, αρχικά στη διεκπεραίωση και στη συνέχεια τηλεφωνήτρια. Έμεινα επτά χρόνια με πολύ υψηλό μισθό, αναλογικά με την εποχή, όμως πάλι κάτι με έτρωγε. Ήθελα να κάνω κάτι δικό μου για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι ακόμα κι αν δεν έγινα φιλόλογος μπορώ να γίνω κάτι άλλο.Μου είχε μείνει σαν παράπονο. Έλεγα να ανοίξω ένα κατάστημα με καλλυντικά, όμως μια φίλη μου που είχε ένα καθαριστήριο είχε ένα σοβαρό ατύχημα και μου ζήτησε να τη βοηθήσω. Μετά από έξι μήνες, μου είπε ότι γνώρισε κάποιον και θα τον ακολουθήσει στο εξωτερικό και πως, αν ήθελα, μπορούσε να μου το παραχωρήσει. Παρόλο που δεν το ήθελα, αποφάσισα να το τολμήσω.
Σε τρία χρόνια είχα αλλάξει περιοχή, ενώ η πορεία ήταν τόσο ανοδική, που αγόρασα και το οίκημα. Το 1997, έχασα την ανιψιά και βαφτιστήρα μου 7 χρονών, τη γιαγιά μου και μια πολύ αγαπημένη μου ξαδέρφη από καρκίνο, ενώ τον επόμενο χρόνο με χτύπησε και μένα ξανά, αυτή τη φορά στο στομάχι. Παρ’ όλ’ αυτά, είπα ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Το 2003, χάνω τον επί 23 χρόνια σύντροφό μου από καρκίνο. Αυτό με τσάκισε. Περπάτησα μόνη μου από τότε μέχρι τώρα. Όλη αυτή τη μοναξιά την αντιμετώπισα με τα σκυλάκια μου.
Στο μεταξύ, με βρήκε η κρίση και όλα άλλαξαν. Η χειρότερη χρονιά ήταν το 2011. Η κατρακύλα ήταν ραγδαία, κι έτσι τον επόμενο Φλεβάρη το έκλεισα. Σε κανέναν δεν το είπα. Έβαλα άσπρες κόλες που έγραφαν «κλειστό λόγω εργασιών» και έφυγα νύχτα.Το κτίριο το είχα πάρει με δάνειο, χρωστούσα παντού και, μαζί με τα ολοκαίνουρια τότε μηχανήματα, βγήκε σε πλειστηριασμό. Ένα μήνα μετά, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπου έμενα με ενοίκιο μου έκανε έξωση.
Έμεινα μια βδομάδα στα παγκάκια με τα σκυλιά μου. Ήταν φρικτή εμπειρία. Για μεγάλο διάστημα μετά, ακόμα και το θρόισμα των φύλλων με τάραζε. Φοβήθηκα και για τη ζωή μου, είδα πολλά άσχημα πράγματα. Μια κυρία που ήταν πελάτισσά μου με βρήκε, κατάλαβε και μου είπε ότι η μητέρα της είχε μια αποθήκη στην πολυκατοικία όπου έμενε. Μου την πρόσφερε και έμεινα εκεί μαζί με τα σκυλιά μου. Έβαζα συνέχεια αγγελίες για οποιαδήποτε δουλειά, αλλά η ηλικία μου ήταν πάντα ανασταλτικός παράγοντας. Ένιωθα ότι περισσεύω στην ίδια μου τη ζωή και σκέφτηκα ότι πρέπει να πάψω να υπάρχω. Έκανα μια τρέλα, αλλά ευτυχώς με τράβηξε το σκυλί μου και με έσωσε. Εκεί κατάλαβα ότι δεν έχω το δικαίωμα να κάνω βλακείες.
Ένα πρωινό είδα σε μια εκπομπή τη «σχεδία». Πήγα στο σταθμό του μετρό στους Αμπελοκήπους, βλέπω μια πωλήτρια και, αφού αγόρασα το περιοδικό, τη ρώτησα. Πήρα τηλέφωνο και μου είπαν θα με ειδοποιήσουν. Πέρασε μια εβδομάδα αγωνίας μέχρι να ξεκινήσω. Είμαι στο περιοδικό από το τρίτο τεύχος. Μετά από ένα χρόνο, έπιασα το δικό μου σπίτι.
Όταν ξεκίνησα, ντρεπόμουν πάρα πολύ. Αυτό που έκανα στο δρόμο είχα την εντύπωση ότι δεν ήταν ορθόδοξο, ότι για τον κόσμο σημαίνει χλευασμός, περηφρόνηση. Βλέποντας, όμως, τη ζεστασιά και την εκτίμηση του κόσμου, πήρα ώθηση να συνεχίσω. Με ανεβάζει πολλές φορές, έστω κι αν δεν είμαι καλά ή πονάω.
Ο κόσμος σε αγαπάει όταν δει ότι τον προσέχεις και τον σέβεσαι, παίρνει δύναμη από σένα. Πάντα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Υπάρχει και ο κόσμος που έχει τις πίκρες του, τα προβλήματά του, τις στενοχώριες του, αλλά αντιδρά βίαια.
Έμαθα να είμαι στωική με τους ανθρώπους και μου αρέσει πλέον που είμαι μόνη μου. Δεν θα έλεγα ότι έχω γίνει πιο αισιόδοξη. Με φοβίζει το αύριο επειδή είμαι μεγάλη. Αν συμβεί κάτι στην υγεία μου, δεν ξέρω τι θα γίνει. Τη διώχνω τη σκέψη αυτή, γιατί λέω ότι δεν χάθηκα με τόσες δυσκολίες που πέρασα. Έχω ανθρώπους που πιστεύουν στον άνθρωπο, να στηριχθώ χωρίς να είμαι ενοχλητική και βάρος. Αγαπώ το περιοδικό, νιώθω καλά, νιώθω ότι είναι δικό μου, έχω την αίσθηση ότι έχω βάλει κι εγώ ένα χαλικάκι γι’ αυτό. Το περιοδικό αγκαλιάζει ανθρώπινες ψυχές. Θα το πιστεύω, ό,τι και να συμβεί στη ζωή μου.