Ήταν ξημέρωμα 16 Αυγούστου του 1943. Μια μέρα μετά τη γιορτή της Παναγίας και το χωριό Κομμένο της Άρτας ακόμα κοιμόταν. Τα όργανα από τον γάμο που είχε γίνει μια μέρα πριν, μόλις είχαν σωπάσει και το καλοκαίρι άπλωνε τη ράθυμη ηρεμία του… Το Κομμένο, πλάι στον Άραχθο, εκείνο το πρωινό θα περνούσε στις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας. Στις 5.30 το πρωί, αξημέρωτα ακόμα ένα βαριά οπλισμένο γερμανικό ναζιστικό τάγμα μπήκε στο χωριό και έπιασε θέσεις μάχης. Τι είχε συμβεί;

έσσερις μέρες πριν, είχε περάσει από το χωριό ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν γερμανοί στρατιώτες. Κατά τη διέλευση τους αντιλήφθηκαν ότι βρίσκονταν μέσα στο χωριό ένοπλοι αντάρτες. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, μετέπειτα Γυμνασιάρχη και μάρτυρα κατηγορίας στη Δίκη της Νυρεμβέργης: «Στις 12 Αυγούστου 1943 ένα γερμανικό τζιπ με δύο στρατιώτες του τάγματος Φιλιππιάδας διενεργούσε περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Κάποια στιγμή το τζιπ ανατράπηκε από λακκούβα στο χωματόδρομο και προσέτρεξαν σε βοήθεια κάτοικοι του χωριού Κομμένου. Οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι μέσα σε χωράφι είδαν ένα ένοπλο αντάρτη και τρόμαξαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος»…
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη: Στις 12 Αυγούστου 1943 μια μικρή ομάδα ανταρτών μπήκε στο χωριό Κομμένο με σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων. Στη διάρκεια της παραμονής τους, μια αναγνωριστική ομάδα από Γερμανούς μοτοσυκλετιστές πέρασε τυχαία από το χωριό και μόλις είδαν τους αντάρτες έφυγαν χωρίς να εμπλακούν μαζί τους».

Το γεγονός αυτό και μόνο έδωσε την ζητούμενη από τους Γερμανούς αφορμή για να λεηλατήσουν και να καταστρέψουν τον τόπο. Στις 05:30 το πρωί στις 16 Αυγούστου έφτασαν έξω από το χωριό ένα μηχανοκίνητο τμήμα τάγματος της γερμανικής Μεραρχίας «Εντελβάις» που είχε έδρα τη Φιλιππιάδα. Μόλις έφτασε η στρατιωτική δύναμη περικύκλωσε το χωριό και απέκλεισε τις φυσικές εξόδους ώστε να μην μπορέσει κανείς να διαφύγει. Αμέσως οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις και με κάθε είδους όπλα. Ταυτόχρονα άρχισε η σφαγή των κατοίκων και η καταστροφή των σπιτιών. Μέχρι το μεσημέρι περίπου 300 σπίτια του χωριού είχαν καταστραφεί και 317 κάτοικοι του Κομμένου, αλλά και γύρω χωριών που είχα βρεθεί στην περιοχή για τον γάμο, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο· ανάμεσα τους ήταν παιδιά, έγκυοι γυναίκες, νέοι και γέροι.

Επί εννέα ώρες οι ναζί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν! Ανάμεσά στους νεκρούς ήταν 97 νήπια και παιδιά και 119 γυναίκες. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και οι περίπου 30 καλεσμένοι που είχαν έρθει από γειτονικά χωριά για τον γάμο της Αλεξάνδρας και του Θεοχάρη. Την ώρα που εισέβαλαν στο χωριό οι Γερμανοί, η νύφη και ο γαμπρός περνούσαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους, που έμελλε να είναι και η τελευταία. Από την οικογένεια της νύφης επέζησαν  μόνο δυο αδέλφια. Η νύφη, ο γαμπρός εκτελέστηκαν.
Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα.

Κατά τη θανάτωση των κατοίκων έγινε χρήση άγριων και ανήκουν στον μεθόδων. Τη σφαγή ακολούθησε λεηλασία και διαρπαγή του κινητού πλούτου των κατοίκων: ζώα ρουχισμός, επίπλωση και λοιπά. Για το φρικτό έγκλημα αυτό ευθύνονται αναμφισβήτητα ως συναυτουργοί όχι μόνο τα κατώτερα όργανα του Γερμανικού Στρατού αλλά και αυτοί που διέταξαν τη σφαγή. Κάποιοι από τους υπεύθυνους της σφαγής πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους: Ο ταγματάρχης Φάλνερ εκτελέσθηκε, λίγο μετά, στην Σερβία από παρτιζάνους.  Και ο Μέραρχος Λαντς δικάσθηκε, κατά την Δίκη της Νυρεμβέργης, σε δώδεκα χρόνια κάθειρξη, ωστόσο αφέθηκε ελεύθερος το 1951…