Η κατάσταση στη Χίο έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Το νησί του ανατολικού Αιγαίου βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα. Το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Βιάλ είναι το κύριο κέντρο προσφύγων νησιού. Σύμφωνα με καταγγελίες οι συνθήκες διαβίωσης εκεί είναι απελπιστικές, αν όχι απάνθρωπες.
Τις τελευταίες εβδομάδες οι υπηρεσίες ασύλου μετέφεραν εκατοντάδες πρόσφυγες στην ηπειρωτική Ελλάδα και άρχισαν να απομακρύνουν τις σκηνές που είχαν στηθεί έξω από τον καταυλισμό. Η μείωση του αριθμού των ατόμων στις δομές φιλοξενίας του νησιού βελτίωσε κάπως την κατάσταση, ωστόσο αυτή κάθε άλλο παρά ιδανική είναι.
Ο Μαρσέλο Αμπουτί είναι ένας από τους 1000 περίπου αιτούντες άσυλο στο κέντρο της Βιάλ. Θεωρεί δύσκολες τις συνθήκες εκεί, ειδικά τον χειμώνα λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών. Ο νεαρός άνδρας από το Κονγκό διέσχισε το Αιγαίο από την Τουρκία προς τη Χίο τον Ιούλιο του 2018. Η σύζυγός του είναι από το Καμερούν. Για νομικούς λόγους, που παραμένουν ακατανόητοι για τον ίδιο, ο γάμος τους δεν έχει αναγνωριστεί κι έτσι αναγκάστηκαν να υποβάλουν χωριστές αιτήσεις χορήγησης ασύλου. Και κάτι ακόμη πιο ντροπιαστικό: «Βρισκόμαστε εδώ πάνω από τέσσερις μήνες και ακόμη περιμένουμε την πρώτη μας συνέντευξη με τις υπηρεσίες ασύλου», λέει παραπονούμενος.
Σε αντίθεση με άλλα γειτονικά νησιά, στη Χίο οι πρόσφυγες και μετανάστες κρατούνται σε απόσταση από τον τοπικό πληθυσμό. Το κέντρο βρίσκεται στον χώρο του πρώην εργοστασίου αλουμινίου της Βιάλ, στο χωριό Χαλκειός, σε απόσταση περίπου επτά χλμ. από την πόλη της Χίου. Ελάχιστοι τολμούν να περπατήσουν σχεδόν 1,5 ώρα για να φθάσουν εκεί. Ο 21χρονος Ιμπραήμ από τη Σομαλία λέει χαρακτηριστικά: «Η πόλη είναι πολύ μακριά και εκτός αυτού πρέπει να περιμένω πολύ για ιατρική περίθαλψη, έτσι είναι καλύτερα να μένω μέσα στον καταυλισμό. Πηγαίνω στην πόλη μόνο όταν έχω χρήματα για το λεωφορείο.»
Διαφορετική είναι η περίπτωση του κούρδου πρόσφυγα Καντέρ. Μέσα σε έναν μόλις χρόνο κατάφερε να μάθει λίγα ελληνικά και να κάνει και κάποιους φίλους στη Χίο. «Αρκετά συχνά περπατάω στο λιμάνι και συναντώ τους καινούργιους μου φίλους για καφέ, μερικές φορές αγοράζουμε φρέσκο ψάρι. Πρέπει να ξέρετε ότι οι Έλληνες και οι Κούρδοι είναι φίλοι», τονίζει.
Η πλειοψηφία των προσφύγων περνούν τον χρόνο τους στο γειτονικό χωριό Χαλκειός, για κάποιες δουλειές ή απλά κάθονται, ειδικά αργά το βράδυ. Δεν είναι όμως όλοι ιδιαίτερα φιλόξενοι απέναντί τους. Ο ιδιοκτήτης καφετέριας Μάριος Μπραχνής λέει ότι ο τοπικός πληθυσμός «έχει αρχίσει να κουράζεται με την όλη κατάσταση». Ο ίδιος θυμάται ότι μόλις μερικά χρόνια πριν άνθρωποι του νησιού υποδέχονταν με θέρμη τους πρόσφυγες. Σήμερα κάποιοι ντόπιοι έχουν φτάσει στο σημείο να κρεμάσουν μεγάλα πανό έξω από το κέντρο της Βιάλ που φέρουν συνθήματα όπως «καταστρέψατε τα νησιά».
Ο 58χρονος αγρότης Παντελής Κουτσουράδης διαμαρτύρεται ότι έχει καταστραφεί οικονομικά επειδή πολλοί πρόσφυγες περνούν μέσα από τα χωράφια του με αποτέλεσμα να καταστρέφονται οι καλλιέργειές του. Η Μαρία Βασίλη, μητέρα δύο παιδιών, επίσης συμμετέχει σε δράσεις διαμαρτυρίας έξω από το κέντρο προσφύγων. Όπως λέει, «τις προάλλες ήμουν τη νύχτα σπίτι με τις κόρες μου και ξαφνικά είδα άνδρες από τον καταυλισμό να κάθονται στην αυλή μου», λέει διαμαρτυρόμενη ζητώντας τη μεταφορά του κέντρου έξω από το νησί.
Ο Γιάννης Τζούμας, διευθυντής τοπικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, λέει ότι οι πολίτες της Χίου άρχισαν να συνειδητοποιούν στην πορεία ότι τόσο η ΕΕ όσο και η ελληνική κυβέρνηση φάνηκε ότι τους έχουν ξεχάσει και είδαν το νησί κατά κάποιο τρόπο σαν μόνιμο τόπο φιλοξενίας που θα μπορούσε να συγκρατήσει τις προσφυγικές ροές από την Τουρκία προτού φθάσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην υπόλοιπη ΕΕ. Αυτό το αίσθημα ότι τους έχουν ξεχάσει προκάλεσε την οργή και ανυπομονησία των ντόπιων απέναντι στους ίδιους τους πρόσφυγες και μετανάστες.
Ούτε οι ντόπιοι ούτε οι μετανάστες ξέρουν τι ακριβώς τους επιφυλάσσει το μέλλον, ωστόσο ο δήμαρχος του Χίου Μανώλη Βουρνούς είναι κατηγορηματικός ότι το κέντρο της Βιάλ πρέπει να φύγει. Όπως εξηγεί, «ο καταυλισμός στήθηκε πάνω σε ιδιοκτησία του δήμου, η οποία είχε παραχωρηθεί στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής μόνο για τρία χρόνια – δηλαδή μέχρι τον Ιανουάριο του 2019».