“H γερμανική κυβέρνηση, από κοινού με τις άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ωθούν την Ελλάδα σε απελπιστική κατάσταση στο προσφυγικό”, εκτιμά ο επικεφαλής της γερμανικής οργάνωσης υπέρ του ασύλου (Pro Asyl) Γκίντερ Μπούρκχαρντ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Die Welt.

AdTech Ad

Οι συμμετέχοντες στη σύνοδο τη Βιέννης συμφώνησαν σε έναν αυστηρότερο έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε.στο βαλκανικό διάδρομο από την Frontex. Οι πρόσφυγες όμως δεν θα μπορούν να έχουν έτσι “μια δίκαιη εξέταση το αιτήματός τους για άσυλο”. Μια τέτοια δυνατότητα δεν θα έχουν πλέον “ούτε στην Ελλάδα ούτε σε κάποια άλλη χώρα της Ε.Ε.”, επισήμανε ο Γκίντερ Μπούρκχαρντ .

Οπως έγραψε η Welt της Κυριακής, η γερμανική κυβέρνηση προτίθεται να δεχτεί 6.000 πρόσφυγες ετησίως από την Ελλάδα και την Ιταλία , δηλαδή 500 το μήνα, από κάθε χώρα, προκειμένου να γίνει η επανένωση των οικογενειών τους. Η οργάνωση Pro Asyl θεωρεί εν τούτοις ότι ο αριθμός είναι πολύ μικρός: “Aκόμα και αν η Γερμανία δέχεται μελλοντικά 500 πρόσφυγες το μήνα, αυτό δεν αλλάζει τίποτα για τους άλλους περίπου 60.000 οι οποίοι είναι αποκλεισμένοι εκεί”, είπε ο Μπούρκχαρντ στην γερμανική εφημερίδα.

“Πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες έχουν δικαίωμα να πάνε σε άλλες χώρες της Ε.Ε. διότι και αυτοί έχουν μέλη των οικογενειών τους εκεί. Αυτό όμως θα ακυρωθεί στην πράξη λόγω του ότι ότι η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνας έχει έλλειψη προσωπικού και λόγω της ανυπαρξίας ελληνικού συστήματος παροχής ασύλου”, όπως υποστηρίζει ο Μπούρκχαρντ.

Συνυπεύθυνη για την ενίσχυση των εθνικιστικών κομμάτων η πολιτική της λιτότητας

“Οι γερμανικές κυβερνήσεις απαίτησαν από τους πολίτες τις περασμένες δεκαετίες να μειώσουν τις διεκδικήσεις τους”, οι κοινωνικές παροχές περιεκόπησαν δραστικά, απορρυθμίστηκε η αγορά εργασίας και έτσι αυξήθηκε η πίεση των μισθών προς τα κάτω. “Η αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης είναι στάσιμη πάνω από δέκα χρόνια. Οι πιθανότητες ανέλιξης εξανεμίστηκαν και αυτό καταστρέφει ελπίδες και προοπτικές”, είπε ο διευθυντής του προσκείμενου στα γερμανικά συνδικάτα Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (ΙΜΚ), σε συνέντευξή του στην Neues Deutschland.

O Γκούσταφ Χορν χαρακτήρισε την γερμανική οικονομική και κοινωνική πολιτική των παρελθόντων ετών συνυπεύθυνη για τη ενίσχυση των εθνικιστικών και ξενοφοβικών κομμάτων: “Εάν σε μια τέτοια κατάσταση έρχονται πρόσφυγες και το κράτος πρέπει να διαθέσει χρήματα γι΄αυτούς, τότε είναι εύκολο πλέον να πει ο πολίτης ότι υπάρχουν χρήματα γι αυτούς, ενώ για μένα όχι.” Συνεπώς, για να καταπολεμηθεί ο εθνικισμός και η ξενοφοβία πρέπει η πολιτική να παράσχει στους πολίτες περισσότερη κοινωνική ασφάλεια, συμπεραίνει.

Το κράτος είναι σε θέση να αντέξει τις δαπάνες για την ενσωμάτωση των προσφύγων χωρίς κανένα πρόβλημα κατά τον Γερμανό οικονομολόγο. “Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, μπορούν να διατεθούν κατά τα πρώτα χρόνια 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.” Αυτά τα χρήματα δεν θα εξαφανιστούν απλώς, αλλά θα εισρεύσουν στον οικονομικό κύκλο, όπως δήλωσε στην εφημερίδα του Βερολίνου.

“Οι πρόσφυγες ξοδεύουν χρήματα, ακόμα και όταν είναι άνεργοι. Αγοράζουν. Από αυτό ωφελείται το εμπόριο. Η ζήτηση για υπηρεσίες και τις οικοδομικές κατασκευές αυξάνεται με την εισροή τους και αυτό δημιουργεί θέσεις εργασίας.” Επιπλέον, πολλοί από τους πρόσφυγες θα γίνουν συν τω χρόνω ελεύθεροι επαγγελματίες, έτσι θα προκύψουν ανάπτυξη, εισοδήματα και φόροι. Επειδή η οικονομία αναπτύσσεται συνολικά με τους πρόσφυγες”τα μισά από τα 20 δισ. ευρώ θα επιστρέψουν στο κράτος, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας”, εξήγησε ο Χορν. Από οικονομικής απόψεως οι πρόσφυγες δεν αποτελούν κίνδυνο ούτε για το κράτος ούτε για τους πολίτες . Σε μακροπρόθεσμη βάση η Γερμανία ωφελείται περισσότερο εάν ενσωματώσει τους πρόσφυγες, κατέληξε.