*της Φαίης Θειακού

Το χώμα κάτω από τα πόδια μας είχε ακόμα τη μυρωδιά της βροχής που μόλις πριν από λίγο είχε σταματήσει. Ανοίξαμε τα παράθυρα γρήγορα, για να μας δουν και να τους δούμε. Αμέσως, έξω από την πόρτα ακούστηκαν βήματα και δύο μικρά παιδάκια μπήκαν μέσα στο λυόμενο που αποκαλούσαμε το σπίτι του οργανισμού μας η Έλενα, ο Δημήτρης και εγώ. Ήμασταν η μία από τις δύο ομάδες που κάναμε βάρδιες εκείνη την εβδομάδα. Την ερχόμενη θα ήταν κάποιοι άλλοι.

Δύο κοριτσάκια, αδελφάκια και πρόσφυγες στεκόντουσαν απέναντί μας και το μεγαλύτερο, που μίλαγε λίγα αγγλικά, μας είπε τα ονόματά τους ενώ, το μικρότερο επαναλάμβανε τη λέξη «Γερμανία» και μπορούσε κανείς εύκολα να διακρίνει στα μάτια του τη σπίθα της αισιοδοξίας καθώς, η απάντησή αφορούσε το ερώτημα του που θα ήθελε να βρισκόταν εκείνη τη στιγμή.

Τα ίδια, πριν κάποιες ημέρες είχαν καταφέρει να διασχίσουν με δυσκολία τα δεσμά μίας αναγκαίας επαφής που είχε μαζί τους η θάλασσα η οποία στην περίπτωσή των προσφύγων και των μεταναστών θα μπορούσε να ονομαστεί και ως σύζυγος του «τάφου». Αμέτρητοι άλλοι όμως δεν είχαν την ίδια τύχη και άφησαν ψυχή και όνειρα μέσα στα ανοιχτά.

Σχεδόν 22.000 πρόσφυγες έχουν φτάσει στην Ευρώπη μέσω θαλάσσης από την αρχή του έτους έως τώρα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του UNHCR. Στην Ελλάδα, περισσότεροι από 1.065.000 πρόσφυγες και μετανάστες έφτασαν από θαλάσσης το διάστημα από το 2015 έως και τα τέλη Μαρτίου του 2018.

Η γεωγραφία και η κακή τύχη αυτών των ανθρώπων είναι μόνο ένα τμήμα στο οποίο οφείλονται οι δυσκολίες που βιώνουν. Η εκμετάλλευση και η έλλειψη ανθρωπισμού, είναι τα κυριότερα στοιχεία-σημάδια από μια κοινωνία που αντανακλώνται όχι απαραίτητα με φυσικές αλλά κυρίως με ψυχικές ουλές στα πρόσωπά τους ακολουθώντας της ζωή τους για πάντα.

Σε εκείνο το γεμάτο υγρασία και κρύο μέρος, σε μια γκρίζα γωνία του Καρά Τεπέ εκείνον τον Δεκέμβριο δοκιμαζόταν καθημερινά η τόλμη και η αγωνία. Δοκιμαζόντουσαν 1.500  ψυχές που είχαν καταφέρει να επιζήσουν από τις θηριωδίες του πολέμου και από τα κύματα και τα παγωμένα νερά της θάλασσας.

Λίγο πιο κάτω, στη Μόρια, στον τόπο που η κόλαση περικυκλώνει και «αγκαλιάζει» τη ζωή, τα μάτια πάσχιζαν να βρουν μία λωρίδα γης ακατοίκητη. Τα κορμιά όμως έμεναν συνωστισμένα, αγριεμένα, από τις συνθήκες και τους καιρούς που όρισαν την μοίρα τους εκεί.

Σε αυτό τον τόπο που αποκαλούσαμε σπίτι το κρύο είχε διαπεράσει τα πολλαπλά στρώματα ρούχων που φορούσαμε και που πιστεύαμε πως θα μας προστατεύσουν από αυτό. Λάθος είχαμε σκεφτεί. Η καρδιά και η ψυχή μας ήταν εκείνα που ζητούσαν προστασία από την αδιαφορία και το μίσος του ανθρώπου, που είχε φέρει αυτά τα δύο παιδάκια αλλά και πολλά άλλα σε αυτό τον τόπο. Σε αυτό τον τόπο που το μεγαλείο ψυχής και η φροντίδα των ντόπιων είχαν έρθει σε ολοκληρωτική σύγκρουση με τα παραπάνω.

Αυτό το διάστημα όλοι μας δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως αυτό που θα εκθέταμε ήταν η καρδιά και η ψυχή μας στον πραγματικό αγώνα και μεγαλείο ανθρωπισμού και γενναιότητας που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος.

Έπιασα στα χέρια μου τη ζωγραφιά του μικρότερου παιδιού. Θυμήθηκα την χαρά του όταν είδε τα χρωματιστά μας μολύβια και το γέλιο του όταν ζωγράφιζε. Σκέφτηκα πως, για κάποιες ώρες ήταν πραγματικά ευτυχισμένο, ασφαλές σε έναν κόσμο γεμάτο από ανασφάλειες. Έναν κόσμο που στα πιο καθοριστικά του χρόνια είχε βιώσει με πολύ άσχημο τρόπο.

Γυρίσαμε όλοι από τη Μυτιλήνη με μία ζωγραφιά από τα δύο αυτά προσφυγόπουλα και τα άλλα παιδάκια. Τη δική μου την έβαλα σε ένα κάδρο και την κρέμασα στον τοίχο, ψηλά. Ψηλά, όπως αρμόζει σε έναν αγωνιστή όπως ήταν εκείνη με την ελπίδα πως ψηλά θα πέταξε και αυτή πάνω από εκείνον τον συνωστισμό ψυχών για να φτάσει στην Γερμανία και να διεκδικήσει μία καλύτερη ζωή και μία δεύτερη ευκαιρία αφού την πρώτη της την είχαν τραβήξει βίαια από τα χέρια χωρίς εκείνη να φέρει καμία ευθύνη.

Έκτοτε, κάθε φορά που μπαίνω σπίτι αντικρύζω αυτή τη ζωγραφιά. Μου θυμίζει πως η ζωή δεν είναι μόνο πτυχία και επιτυχίες αλλά ένα χρωματιστό μολύβι και μία σκέψη. Και μέσα από αυτά μπορείς να σχηματίσεις τον κόσμο που θέλεις ή, έστω, τον κόσμο που ονειρεύεσαι.

Και την κοιτάζω με την ελπίδα και την ευχή πως μια ημέρα τα όνειρά της θα πραγματοποιηθούν

Θέλει τόλμη να φεύγεις από τον τόπο σου. Από εκείνους που σε νοιάζονται, που αγαπάς και από τον τόπο που αποκαλείς πατρίδα. Που συνδέεσαι όχι μόνο γεωγραφικά αλλά κυρίως συναισθηματικά μαζί του.

Θέλει γενναιότητα να σου ξεριζώνουν τις όμορφές σου αναμνήσεις και να σε αφήνουν να ζεις την καθημερινότητα του φόβου και της αγωνίας.

Και όταν πια καταφέρεις να ξεπεράσεις τις δυσκολίες η νοσταλγία σε κάνει να ανατρέχεις στη μνήμη που κρατιέται και σε κρατάει στον τόπο της ζωής σου σαν ένα μικρό καράβι που δοκιμάζεται από τον άνεμο παλεύοντας να δέσει στη στεριά.

*Η Φαίη Θειακού είναι Οικονομολόγος |Αναλύτρια Αγορών, κάτοχος MBA και MHAPhD (candidate)